Γράφει ο Γιώργος Σταματόπουλος
Την είδα τελευταία φορά το
περασμένο καλοκαίρι στο χωριό, όπου την έφερναν τα παιδιά της και περνούσε
δυο-τρεις μήνες. Με υποδέχτηκε στην ωραία αυλή του σπιτιού. Είχε μόλις κλείσει
τα εκατόν πέντε (105!) της χρόνια σε τούτον τον πλανήτη. «Μπορεί και να μη σε
αναγνωρίσει» με είχε προειδοποιήσει ο γιος της. Τι λες! Μου έσφιγγε τον καρπό
με τα δυο αδύναμα χεράκια της και με βομβάρδιζε με ερωτήσεις: για τα παιδιά,
για το χωριό, για τη δουλειά, γιατί δεν πάω πιο συχνά να τη δω και άλλα,
εξαιρετικής διαύγειας. Της άρεσε να την πειράζω και ανταποκρινόταν. «Καλά,
ακόμη ζεις;» αστειεύτηκα, κάπως μακάβρια, αλλά δεν την ένοιαζε κι έτσι μου
απάντησε: «Δεν θα πεθάνω ποτέ»!
Τα προηγούμενα καλοκαίρια βέβαια
μου έλεγε με κάποια πίκρα: «Κουράστηκα να ζω, παιδάκι μου. Πάει. Με ξέχασε ο
Θεός». Ετσι όμως και την κυρίευε καμιά μικρή ζαλάδα, φώναζε πανικόβλητη τον γιο
της να τρέξει και να φέρει τα φάρμακά της. Την αγαπούσε όλο το χωριό και σχεδόν
όλοι την επισκέπτονταν τα καλοκαίρια, κυρίως οι νεότερες γενιές. Πρόλαβε,
παιδούλα, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έζησε τις τρεις δικτατορίες, βίωσε τους
Βαλκανικούς Πολέμους, την Κατοχή και τα κυνήγια αργότερα των ανιψιών της [στο
σπίτι της έβρισκαν καταφύγιο] από τους χίτες και όλα αυτά - δεν χρειάζεται
αναμόχλευση παθών.
Εζησε λύπες αλλά και μεγάλες
χαρές αργότερα με τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της.
Ολοι ρωτούσαν τι κάνει η γιαγιά
Κίκαινα και όσο πέρναγαν τα χρόνια και ξεπέρασε τα εκατό, όλο και φούντωνε το
ενδιαφέρον, όχι μόνο από περιέργεια αλλά και από αγάπη. Είναι αλήθεια ότι
«χόρτασε» την αγάπη του κόσμου και απόλαυσε τη λατρεία των εγγονιών από τα τρία
παιδιά της. Είχε χάσει τον σύντροφό της [τον παππού Κίκο -εξού Κίκαινα!] εδώ
και πάνω από τριάντα χρόνια. Στα νεανικά μου χρόνια συνήθιζε να με μαλώνει
[τρυφερά] για μικρές παρεκκλίσεις τις οποίες δεν συμμεριζόταν [μακριά μαλλιά,
ξενύχτια και τα συμπαρομαρτούντα]. Παρ' όλα αυτά μου επιφύλασσε ιδιαίτερη
μεταχείριση όταν τους επισκεπτόμουν μετά από μακρά διαστήματα απουσίας. Στο
κατώ(γ)ι του σπιτιού είχαν το κασόνι όπου φύλασσαν το στάρι. Εκεί ο παππούς
έκρυβε πάντα ένα μπουκάλι ουίσκι, που ήταν δυσεύρετο τότε -και άγνωστο στους
πολλούς. Μόλις ανέβαινα λοιπόν στο σπίτι, έκανε ένα μόνο νεύμα στη γιαγιά κι
εκείνη ήξερε. Κατέβαινε και επέστρεφε με το μπουκάλι το ουίσκι· γελάγανε τα
μουστάκια του παππού. «Αυτό είναι μόνο για το παιδί» της υπενθύμιζε συνέχεια,
αλλά εκείνη ήξερε καλύτερα.
Χρόνια τώρα περιμέναμε την είδηση
του θανάτου της. Οταν χθες είδα την κλήση του θείου μου, κατάλαβα ότι το τέλος
ήλθε. Οσο και αν είσαι προετοιμασμένος να ακούσεις το δυσάρεστο, ξαφνικά
μουδιάζεις, ξαφνιάζεσαι όταν σε πληροφορούν γι’ αυτό. Θα ενταφιαστεί αύριο πρωί
στον τόπο όπου γεννήθηκε και έζησε. Θα είμαστε όλοι εκεί. Καλό της «ταξίδι».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου