Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Αγκίδα της φύσης





ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΝΑ ΓΡΑΦΩ κάτι επίκαιρο. Στα μισά, ωστόσο, η «μυστική συνεννόηση των σωμάτων» μού θύμισε ότι τέτοια μέρα το 1911 γεννήθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης. Ανακρούω πρύμναν, λοιπόν, και τιμώ την επέτειο με τρία ποιήματά του:

ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Εχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να ’χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση - αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.

ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα/ που μιλώ δεν έχει αλφάβητο/ Aφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-/ λαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-/ρούς της λύπης και της εξορίας/ Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδο-/ χικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και/ βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή/ και δίνεις λόγο/ Σ’ ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου/ πάντοτε/ Οπως γίνεται για τις συμφορές/ Ομως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι/ που μπορεί να ’ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε/ παιδιά και ότι αυτός που χάνει/ Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους/ άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια/ Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι/ τους ένα μικρό/ Δώρο ασημένιο ποίημα.

ΕΧΕΙ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΝΙΟΡΤΟ που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Oι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται. Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη. Kι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι. Οτι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μάς παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση. A! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κάποιας Aγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Kουμπώ μ’ ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια που να λαμπαδιάσει ο τόπος!   

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *