γράφει η Έλλη Πράντζου
Ένα παιδί σε στάση εμβρυακή
τόλμησε μια μέρα να ονειρευτεί πώς θα ήταν η ζωή αν είχε γεννηθεί αλλού,
αλλιώς, αν ήταν κάποιος άλλος. Είχε κρυφτεί λίγο νωρίτερα μέσα σ’ ένα άδειο
χαρτόκουτο που θα ήθελε πολύ η παιδική του φαντασία να μπορούσε να το βαφτίσει κάστρο,
φρούριο ή έστω σπίτι. Πώς θα ήταν η ζωή αν είχε γεννηθεί αλλού, αλλιώς, αν ήταν
κάποιος άλλος; Πώς μοιάζει ο ουρανός στα μάτια των άλλων παιδιών; Με τι μοιάζει
ο καυτός ήλιος όταν δεν είναι δύσπνοια αλλά ευκαιρία για εκδρομή, πώς είναι να
ζεσταίνεσαι τους χειμώνες μέσα σε αγκαλιές αντί να παγώνεις μες στο ίδιο σου το
χνώτο; Τι θυμίζουν η φιλία, το παιχνίδι, η αποδοχή; Τι σημαίνει να είσαι παιδί
κάπου όπου μπορούν να σε αγαπάνε; Πώς είναι να μην πεινάς, να γελάς από χαρά κι
όχι από κεκτημένη ταχύτητα, να φοβάσαι το σκοτάδι αντί για το αύριο; Πώς είναι
να ξέρεις ότι έχεις δικαίωμα να ονειρεύεσαι; Πώς είναι να τρέχεις στην αγκαλιά
των γονιών σου μετά από έναν εφιάλτη αντί να ξυπνάς στον ίδιο τον εφιάλτη κάθε
πρωί; Πώς είναι να σε ρωτούν “τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;” και να απαντάς
ό,τι σου κατέβει νιώθοντας πως κάποτε θα έχεις δυνατότητα να το παλέψεις; Πώς
είναι να ξαπλώνεις αντί να σε στοιβάζουν, να σε σκεπάζουν αντί να σε
στριμώχνουν, να μοσχοβολάς αντί να σε θεωρούν φύσει βρόμικο επειδή ζεις στα
χώματα, τρέχεις στους καταυλισμούς, κυλιέσαι στις λάσπες; Πώς είναι να έχεις
γύρω σου παιχνίδια αντί για σκουπίδια; Πώς είναι να ζηλεύεις παγωτό σε χέρι
παιδικό αντί να λοξοκοιτάς πρέζα καρφωμένη σε φλέβα καταραμένου; Πώς είναι να
σε βρίσκουν όλοι χαριτωμένο αντί να σε θεωρούν παντού ανεπιθύμητο; Πώς είναι να
νιώθεις χρήσιμος κι όχι περιττός; Πώς είναι να μη σε μισούν για το χρώμα σου,
για μια τυχαία θρησκεία απ’ αυτές των μεγάλων, για έναν τόπο που σέρνεις πίσω
σου και που σε έφτυσε κι εκείνος επιδεικτικά για να σε ξεβράσει το κύμα σαν
παρία στο πουθενά τους; Πώς είναι να βλέπεις τη ζωή ευκαιρία κι όχι βάσανο;
Πώς είναι να ζεις;
Η φαντασία δεν εγκαταλείπει ποτέ
τα παιδιά. Απλώς διαφέρει από παιδί σε παιδί, από ζωή σε ζωή.
Πώς είναι, λοιπόν, να ζεις;
Το παιδί πέρασε τις τελευταίες
στιγμές της δικής του σύντομης ύπαρξης μέσα σ’ εκείνο το χαρτόκουτο. Πέντε
χρόνια κράτησε αυτή κι όμως τόλμησε να ονειρευτεί πώς θα ήταν αν ζούσε κάπου
αλλού, αλλιώς, αν ήταν κάποιος άλλος. Άραγε η φαντασία του κατάφερε να κάνει το
χαρτόκουτο κάστρο, φρούριο ή έστω σπίτι κι εκείνον γενναίο επαναστάτη πριν
πέσει ηρωικά στο όνομα όσων δεν πρόλαβε να ζήσει;
Όταν πέθανε το αγόρι βρέθηκαν
πολλοί να πουν “καλύτερα, ένας από αυτούς λιγότερος”.
Γιατί πέντε χρόνια έζησε κι όμως
πρόλαβε να πληρώσει για τα εγκλήματα όλου του κόσμου και να φταίξει για την
τυχαιότητα της γέννησής του.
Πέντε χρονών σκοτώθηκε κι ήταν
στις συνειδήσεις τους σαν να καθάρισε λεκές από καλό κοστούμι.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου