γράφει ο Απόστολος Διαμαντής
Η μαγική λέξη που λύνει όλους τους γρίφους είναι πλέον τα «ισοδύναμα». Έχουν αποκτήσει δύναμη αντίστοιχη με την «άφεση αμαρτιών» που δίνει η εκκλησία. Τα κρισιμότερα και πιο άδικα μέτρα που προβλέπει η συμφωνία συνοδεύονται τώρα με τη λέξη αυτή και μεταβάλλουν αμέσως το νόημα: κατάργηση του ΕΚΑΣ; Όχι. Ισοδύναμα. Φόρος στα ιδιωτικά σχολεία; Ισοδύναμα. Ρήτρα μηδενικού ελλείμματος; Αστείο ποσόν. Ισοδύναμα. Και πάει λέγοντας. Ουσιαστικά δηλαδή δεν έχουμε μνημόνιο. Έχουμε απλώς κάτι που μπορεί να αντικατασταθεί από το ισοδύναμό του!
Μπορεί; Δυστυχώς όχι. Το λέει και η λέξη. Ισοδύναμα λέει, δεν λέει καταργημένα. Οπότε, εάν ένας φόρος ή μια μείωση είναι άδικοι και αντικατασταθούν από κάτι ισοδύναμο, δεν μεταβάλλουν τον χαρακτήρα τους, που παραμένει άδικος, αλλά απλώς την τεχνική εφαρμογή. Η αδικία μεταφέρεται στις πλάτες άλλων. Των ατυχών ισοδυνάμων.
Ωστόσο, παρά ταύτα, μπορεί να αναζητηθεί μια τεχνική εφαρμογή περικοπών και φόρων, η οποία να συνιστά την μικρότερη δυνατή κοινωνική αδικία. Για παράδειγμα, εάν εξευρεθούν πόροι με επιβολή τέλους στα εισιτήρια των μουσείων, έτσι ώστε να μην φορολογηθούν τα ιδιωτικά σχολεία, τότε επιβαρύνεις τουρίστες και επισκέπτες μεν, αλλά ανακουφίζεις φτωχές οικογένειες που στέλνουν αναγκαστικά τα παιδιά τους στα φροντιστήρια.
Όμως η φορολογική επιβάρυνση παραμένει. Δεν καταργείται. Και πάει απλώς σε άλλες πλάτες, πιο γερές. Ωστόσο, υπάρχει ο κανόνας πως όσο αυξάνεις τους φόρους, αντιστοίχως μειώνεις την επένδυση. Αυτός είναι ένας απλός κανόνας της οικονομικής θεωρίας.
Αλλά εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα, το οποίον δεν το αντιλαμβάνονται ούτε καν όλοι οι οικονομολόγοι και πολύ περισσότερο οι πολιτικοί και ειδικά οι φιλελεύθεροι πολιτικοί και κατεξοχήν οι νεοφιλελεύθεροι, που ακούνε φόρο και βγάζουν απευθείας περίστροφο.
Το πρόβλημα είναι το εξής: ο συλλογισμός είναι μεν σωστός, πως φόροι και επενδύσεις είναι αντιστρόφως ανάλογοι, αλλά ποιος μας λέει πως ένας μειωμένος φόρος οδηγεί τα πλεονάσματα στην επένδυση, στην επανατοποθέτηση; Μπορεί να τα οδηγεί στην αποθησαύριση ή στην κατανάλωση. Θα τα επενδύσει ο κύριος και η κυρία εμπόρου ή θα τα κάνουν κοσμήματα και σαλέ; Εάν είναι Έλληνες, μάλλον το δεύτερο. Το που θα οδηγηθούν τα πλεονάσματα καθορίζεται από τον χαρακτήρα της συγκεκριμένης οικονομίας, από τη βούληση των κατόχων του χρήματος, από τα κίνητρα που δίνει η επένδυση ή η αποθησαύριση κοκ.
Με λίγα λόγια, πρέπει πάντα να εξετάζουμε τις ιδιομορφίες της κάθε οικονομίας, τις νοοτροπίες των κυρίαρχων τάξεων, πριν αποφανθούμε για τις επιπτώσεις μια αυξημένης φορολογίας. Στην ελληνική περίπτωση, όπου οι κεφαλαιούχοι σπανίως επενδύουν και συνήθως αποταμιεύουν και καταναλώνουν, άλλοτε στην Ελβετία και άλλοτε στα νησιά Γκαλαμπάγκος, η μείωση των φόρων δεν οδηγεί αναγκαστικά σε αύξηση των επενδύσεων, ούτε η αύξηση των φόρων σε μείωσή τους. Τα μεγέθη είναι σχετικώς ανεξάρτητα. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα είναι ανελαστικές ως προς την φορολογία.
Ο λόγος είναι απλός: το κέρδος που προκύπτει από τη μείωση των φόρων δεν έχει συμφέρον να το επενδύσει ο Έλληνας επιχειρηματίας, διότι απλώς δεν πρόκειται να του φέρει νέος κέρδος, μεγαλύτερο από εκείνο που θα του δώσει μια τράπεζα στην Ελβετία. Διότι η ζήτηση στην Ελλάδα είναι περιορισμένη, ενώ και το κέρδος του δεν προκύπτει τόσο από την αγορά, αλλά από θεσμικές κινήσεις, δηλαδή τη θέση του στην αγορά, από προμήθειες με μεσιτείες. Ως εκ τούτου, ο Έλληνας συνεχίζει να έχει προκαπιταλιστική νοοτροπία, δεν ενθουσιάζεται με την επένδυση. Ενθουσιάζεται με την αύξηση της περιουσίας του.
Συμπέρασμα: η λεγόμενη φοροκαταιγίδα δεν αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στις επενδύσεις στον βαθμό που θα ‘πρεπε, διότι οι επενδύσεις εξαρτώνται από άλλες παραμέτρους, κυρίως από την κρατική γραφειοκρατία, από το κόστος μεταφοράς, από το κόστος των πρώτων υλών και από την γενική κατάσταση της αγοράς και την ζήτηση.
Ο φόρος επιδρά αρνητικά στη ζήτηση βεβαίως, αλλά και το δημόσιο πρέπει να εισπράξει για να πληρώσει και εν συνεχεία να στηρίξει την ζήτηση. Διαλέγεις λοιπόν. Και σε μια κοινωνία σαν την ελληνική, που φοροδιαφεύγει εκ συστήματος, ορθώς διαλέγεις τον φόρο, τον ΕΝΦΙΑ ή άλλον, ώστε να διασώσεις τουλάχιστον μισθούς, συντάξεις, επιδόματα και υποχρεώσεις του δημοσίου προς ιδιώτες και να διασώσεις έτσι κατηγορίες ολόκληρες της μεσαίας τάξης και εν τέλει την ζήτηση, που συνιστά το κλειδί στη λειτουργία της οικονομίας.
Το πρόβλημα όμως με την κοινωνική πολιτική, όπως χιουμοριστικά έλεγε η Θάτσερ, είναι πως κάποτε τελειώνουν τα λεφτά των άλλων! Οπότε πρέπει συνεχώς να βρίσκεις ισοδύναμα. Με λίγη φαντασία όμως βρίσκεις. Τραπεζικές συναλλαγές, φόρος θεαμάτων, φόρος στη ναυτιλία, στην μεγάλη ακίνητη περιουσία, φόρος αθλητικών εκδηλώσεων, ειδών πολυτελείας κοκ.
Κόβεις δηλαδή αντιπαραγωγικές δαπάνες και ελαφρύνσεις και δίνεις ανάσα σε παραγωγικούς τομείς, σε αγρότες, υπαλλήλους, εργάτες και μικρομεσαίους, με την ελπίδα βεβαίως ότι δεν θα τελειώσουν άμεσα και τα λεφτά των άλλων.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου