γράφει ο Θανάσης Αλεξίου*
Είναι προφανές πως η Κυβέρνηση
κάνει αγγαρεία στην αντιμετώπιση της επιδημίας. Αντί να ενισχύσει το Ε.Σ.Υ.,
κωλυσιεργεί με κάθε τρόπο, ενώ επιδοτεί μερίδες του κεφαλαίου που
δραστηριοποιούνται στην υγεία και στα ΜΜΕ, όταν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία
δεν έχουν μάσκες, στολές ακόμη και αντισηπτικά. Ωστόσο η άμεση μεταφορά πόρων
(30 εκατομμύρια Ευρώ) στον ιδιωτικό τομέα (κλινικές, ιδιωτικές κλινικές και
ΜΕΘ) δείχνει πως η πίεση δεν ασκείται πάνω στους πόρους (αν υπάρχουν ή, δεν
υπάρχουν), αλλά πάνω στο σύστημα
κατανομής των πόρων. Με αυτό ως δεδομένο (πως κατανέμονται οι πόροι), η
απαγόρευση της κυκλοφορίας και των μετακινήσεων εμφανίζεται ως μονόδρομος. Αποτέλεσμα της κοινωνικής οργάνωσης των
πόρων, σήμερα, όπως αναφέρει το ΚΕ.Π.Υ (https://www.healthpolicycenter.gr/) δεν
υπάρχει σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης στην κοινότητα, ούτε
δειγματοληπτικός έλεγχος του πληθυσμού. Έτσι η καραντίνα της κοινωνίας με
αφορμή την επιδημία φαίνεται πως είναι η ευκαιρία για την εκ νέου εκχώρηση
δημόσιων πόρων στον κεφάλαιο στο χώρο της υγείας και της ασφάλισης (βλ. ΣΔΙΤ),
κυρίως όμως για τη πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Από την άλλη η Εθνική
Επιτροπή για τον κορωνοϊό, πέρα από την
ειδική γνώση και τη τεχνογνωσία διαχείρισης, καθόλα αναγκαία και αποδεκτή, δεν
διαθέτει ευρύτερη (δι)επιστημονική και κοινωνική νομιμοποίηση. Πόσο μάλλον όταν
οι προτάσεις της δε περιορίζονται μόνο στην αντιμετώπιση της επιδημίας, αλλά
υποδεικνύουν έμμεσα τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς και μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης
(βλ. ατομική ευθύνη, ενοχοποίηση συμπεριφορών, επιτήρηση κ.λπ.). Εκ των
πραγμάτων η Επιτροπή δε μπορεί να διαχειριστεί επιστημονικά ούτε τις κοινωνικές
επιπτώσεις της κρίσης, τις «διακινδυνεύσεις» που γεννούν τα μέτρα που
προτείνει, ούτε να ποσοτικοποιήσει το τίμημα της κοινωνικής απομόνωσης και του
«ιδρυματισμού» για το κοινωνικό και ατομικό ψυχισμό, αν θέλουμε η κοινωνία να
διατηρηθεί και να αναπαραχθεί ως ολότητα και όχι σε κομμάτια. Εξάλλου η υγεία,
ας πούμε, ως ευεξία, είναι κάτι παραπάνω
από ένα λειτουργιστικό ορισμό της ως απουσία ασθενείας (ή, της
επιδημίας), πόσο μάλλον όταν οι απόψεις για την αντιμετώπιση της ίδιας της
επιδημίας αποκλειστικά και μόνο με «αμυντικά» μέτρα (lockdown κ.λπ.), διίστανται ακόμη και μεταξύ των πλέον ειδικών
(βλ. Π.Ο.Υ).
Ακριβώς γι’ αυτό οφείλουμε πλέον
ως κοινωνία να διαπραγματευτούμε τους όρους (απ)εγκλωβισμού μας, καθώς οι
παράπλευρες απώλειες από αυτό τον ιδιότυπο ιδρυματισμό θα είναι μεσοπρόθεσμα
μεγαλύτερες της επιδημίας. Η αύξηση της ενοδοϊκογενειακής βίας και των γυναικοκτονιών, η αποδιοργάνωση του
κοινωνικού ψυχισμού, δείχνει τι έρχεται, το δυστοπικό κοινωνικό τοπίο. Από τη
μια, κοινωνική αποειδίκευση (συρρίκνωση προσωπικών και κοινωνικών επαφών,
απώλεια κοινωνικών ικανοτήτων, απώλεια της αίσθησης του χρόνου κ.λπ.) και από
την άλλη, εργασιακός μεσαίωνας (εργασία εκ περιτροπής, μειώσεις μισθών σε
ιδιωτικό, ίσως και στο Δημόσιο κ.ά.). Ούτε, μπορεί να είναι λύση, η συνεχής
παράταση της κοινωνικής απομόνωσης, επειδή αυτό θα επιφέρει το πλήρη παροπλισμό
της κοινωνίας, τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και αμέσως μετά την
επικράτηση του κοινωνικού κυνισμού, τη
κοινωνική εξαχρείωση. Το πρόβλημα του «αποϊδρυματισμού» της κοινωνίας θα το
βρούμε μπροστά μας με όλη του την ένταση, εφόσον δεν αρθεί σύντομα η κοινωνική
απομόνωση.
Για να διευθετηθεί όμως το ζήτημα
προς όφελος της κοινωνίας και όχι προς όφελος «των εχθρών του λαού», η κοινωνία
πρέπει να διασφαλίσει πάραυτα, χθες, τα νώτα της, πράγμα που προϋποθέτει πρώτα
απ’ όλα τη γενναιόδωρη ενίσχυση, τώρα, σε πραγματικό χρόνο το Ε.Σ.Υ. (κάλυψη
των αναγκών στην υγεία, επιδημιολογικός έλεγχος της κοινότητας, αύξηση ΜΕΘ κ.λπ.) αλλά και την
ανάκληση της μείωσης στο 50% των αποδοχών, της εκ περιτροπής εργασίας, των
απολύσεων κ.λπ. Η εναπόθεση του ζητήματος σε ένα μεταγενέστερο χρόνο, θα βρει
μια «ιδρυματοποιημένη» κοινωνία με μειωμένα πολιτικά αντανακλαστικά, με
λιγότερους οργανωσιακούς πόρους, με φθίνουσες αντιστάσεις και εξαντλημένα
αποθέματα σε δύναμη και πολιτικό κουράγιο. Αρκετοί/ές, μάλιστα, μπορεί και να
«λείπουν»; Ούτε ήταν ποτέ, όπως διατείνονται συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις του
κοινωνικού ζητήματος, η εξαθλίωση και η
αγανάκτηση εφαλτήριο για κοινωνικούς αγώνες και κοινωνικές κατακτήσεις. Μάλλον
το αντίθετο συνέβαινε, αν λάβουμε υπόψη την ιστορική πείρα, από την επικράτηση
του φασισμού στη Γερμανία στο μεσοπόλεμο, ή ακόμη τη πρόσφατη πείρα, από τη
χώρα μας, όταν το εκκρεμές με τις πλατείες και τους αγανακτισμένους έγειρε προς
τη κοινωνική αντίδραση συμβάλλοντας επίσης στη παθητικοποίηση της κοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση ας τεθεί στην ημερήσια
διάταξη «τι να κάνουμε»; Αυτό που δεν επιτρέπεται να γίνει, είναι, να αφεθεί το
ζήτημα στη «κυβερνητική» της αγοράς και στις πρακτικές κοινωνικού δαρβινισμού
που ήδη έχουν ενεργοποιηθεί, καθώς τη στιγμή που εμείς βρισκόμαστε «οικόσιτοι/ες»,
η ζωή μεγάλων ομάδων του πληθυσμού (εξαρτημένοι, άστεγοι, πρόσφυγες,
φυλακισμένοι, καρκινοπαθείς, νεφροπαθείς κ.ά.), αξιολογείται εξ’ αντικειμένου,
ως ανάξια να βιωθεί.
*O Θανάσης Αλεξίου είναι
καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
** Στη φωτογραφία έργο του
Σαλβατόρ Νταλί
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου