Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Το κορίτσι που τραγουδούσε στα δέντρα

Ποτοαπαγόρευσης εποχές φέρνει το τρίτο Μνημόνιο. Το ’χουν βάλει αμέτι μουχαμέτι οι Βρυξέλλες να ξετινάξουν στα τέλη το τσίπουρο, τη ρακή, την τσικουδιά και τα ρέστα εγχώρια ευγενή αποστάγματα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις βαράνε προσοχή στις ντιρεκτίβες τους· τις υποδέχονται με εδαφιαίους τεμενάδες. Αλλωστε ο Τσίπρας αυξάνει τον ΦΠΑ στα τερψιλαρύγγια χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Ο καθένας με τις εμμονές του. Δηλώνει κατηγορηματικά, δε, πως θα φορολογήσει τον Πλούτο. Τρέμουν συλλήβδην οι ήρωες του Μίκυ Μάους. Εκτός από τον Σκρουτζ Μακ Ντακ, που τελεί εν γνώσει του ότι το θησαυροφυλάκιό του είναι απρόσβλητο.
Ο Σαμαράς δεν αποκλείεται να στηρίξει την υποψηφιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη στην κούρσα διαδοχής στη Ν.Δ. Τα ύστερα του κόσμου, καταπώς έλεγε ο Πατριαρχέας στο «Χριστός ξανασταυρώνεται». Πόσω μάλλον που η Ντόρα Μπακογιάννη πρόσκειται στον Μεϊμαράκη. Ωρες είναι ν’ ακούσουμε τον πατέρα τους -δεν γράφω όνομα, καθότι προληπτικός- να αβαντάρει τον Αλέξη. Οπως καταλαβαίνετε, το πολιτικό προσωπικό της χώρας τροφοδοτεί τη σάτιρα με σπαρταριστό υλικό. Σήμερα, όμως, δεν θα του κάνω τη χάρη. Σκοπεύω ν’ ανεβώ σ’ ένα ψηλό κλαρί και να τιτιβίζω αμέριμνος, όπως η παιδίσκη απ’ την Πάτρα στα χρόνια του Εμφυλίου. Εκείνη βέβαια κρύβει αηδονοφωλιές στον λαιμό της. Την απολαμβάνει ολόκληρος ο συνοικισμός και μια γειτόνισσα που σκαμπάζει από μουσική τής παραδίδει τα πρώτα μαθήματα φωνητικής. Με την προτροπή της συμμετέχει σε μαθητικό διαγωνισμό τραγουδιού. Είναι δέκα ετών, γεννημένη τη σημαδιακή 28η Οκτωβρίου 1940. Λιπόσαρκη, σωστή τσιλιβήθρα, προκαλεί εντύπωση στη σκηνή.
Λέει το «Συλβάνα μου τρελή, πεθαίνω για ένα σου φιλί» του Χιώτη και κερδίζει το πρώτο βραβείο ανάμεσα σε 260 ταλέντα. Το 1951 ο Μπιθικώτσης βρίσκεται με την κομπανία του στην αχαϊκή πρωτεύουσα. Παραμονή της παράστασης τσακώνεται με την Εβελίνα και μένει χωρίς τραγουδίστρια. Τον βγάζει απ’ την απόγνωση φίλος του κουρέας που γνωρίζει το χάρισμα της μικρής. Πηγαίνουν στο σπίτι της και την περιμένουν να γυρίσει απ’ το σχολείο. Αποθαρρύνεται βλέποντάς την καχεκτική, με ποδιά και σοσόνια. Αλλάζει γνώμη μόλις την ακούει να τραγουδά δυο κουπλέ του Τζουανάκου. Ψήνει τη μάνα της και την παίρνει στο κέντρο. «Εχει χρυσό λαρύγγι» ομολογεί. «Θα σώσει την οικογένειά σου».
Υστερα φεύγουν περιοδεία στην Αιτωλοακαρνανία. Το Πολυτίμη Κολιοπάνου ή Μπίθα τον στενεύει. Τη βαφτίζει Πόλυ Πάνου και τη φιλοξενεί επί έξι μήνες στο τσαρδί του στην Αθήνα. Από κοντά κι η μητέρα της, την περιμένει κάθε βράδυ να φύγουν μαζί απ’ το μαγαζί. Στα δώδεκα περνά τις πύλες της «Κολούμπια». Ο ιεροεξεταστής της Νίκανδρος Μηλιόπουλος -έχει διώξει τον Καζαντζίδη επειδή του θύμιζε τον Πρόδρομο Τσαουσάκη- επαινεί τον Γρηγόρη για το εύρημά του, αποκαλώντας το «Βέμπο του λαϊκού τραγουδιού». Τι να πεις για την Πολάρα, που πέθανε σαν αύριο το 2013; Η εξηντάχρονη διαδρομή της σε αποστομώνει. Στα τέλη του ’80 μάς έτερπε στα «Ηλιοβασιλέματα». Ας όψεται ο Ηλίας. Μαλλιάδες και γενειοφόροι, φαντάζαμε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Καθόταν συχνά μαζί μας στα διαλείμματα. «Η νεολαία ακούει όλα τα είδη μουσικής, αλλά πάντα επιστρέφει στα λαϊκά» υπογράμμιζε.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *