γράφει η Ελεάννα Ιωαννίδου
Μετά από πέντε χρόνια πολύπλευρης χρεοκοπίας, βαθιάς ύφεσης και άγονης δημόσιας αντιπαράθεσης για το χρέος (στο βωμό του οποίου θυσιάστηκε και εξακολουθεί να θυσιάζεται η κοινωνική συνοχή, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα, ακόμα και η ίδια η επιβίωση), μετά την επιβεβαίωση της ανησυχίας πως θα έχουμε και μνημόνιο και αριστερά και αφού εμπεδώθηκε η συνειδητοποίηση πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλά μια ιδεολογία, αλλά μια κυρίαρχη παγκοσμίως -και στην Ευρώπη- κατάσταση, επιτέλους φαίνεται να αρχίζει (και) στους κόλπους της ελληνικής αριστεράς η συζήτηση για μια εναλλακτική παραγωγική ανασυγκρότηση στη χώρα μας.
Η κοινωνική οικονομία έχει γίνει το νέο trend, από την αριστερή αρθρογραφία μέχρι τα χείλη του πρωθυπουργού, χωρίς όμως να γίνεται σαφές πώς την αντιλαμβάνονται, καθώς ο όποιος δημόσιος διάλογος περιορίζεται σε αοριστολογίες, ευχολόγια και διαβεβαιώσεις των καλών προθέσεων. Ο κίνδυνος να εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνική οικονομία ό,τι έχει εφαρμόσει ως τώρα στα περισσότερα κινήματα, από τις Σκουριές ως τη διαχείριση των απορριμμάτων κι από το αντί-ΤΑΙΠΕΔ ως το γήπεδο της ΑΕΚ, είναι δυστυχώς ορατός. Ο ηγεμονισμός, ο μανιχαϊσμός και η άρνηση δίχως εστίαση στις εναλλακτικές (“ΟΧΙ”) είναι παιδικές ασθένειες που η αριστερά, ως κυβέρνηση, οφείλει να ξεπεράσει.
Η φαστ-τρακ ενηλικίωσή της δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από την συνειδητοποίηση πως πλέον ό,τι ανήκει στο δημόσιο ανήκει στους δανειστές και πως ο ιδεολογικοποιημένος κρατισμός δεν αποτελεί παρά δίαυλο παράδοσης (και) συλλογικών αγαθών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι μετοχές της ΕΥΑΘ και της ΕΥΔΑΠ που, μετά από 6 μήνες “αριστερής” διακυβέρνησης, παρέμειναν στην περιουσία του ΤΑΙΠΕΔ με την υπόσχεση της διατήρησης του κρατικού ελέγχου τους, για να ενωθούν, τελικά, με τα υπόλοιπα ελληνικά “ασημικά”, παρά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την Αθήνα και παρά το δημοψήφισμα της Θεσσαλονίκης.
Είναι, παράλληλα, προφανές πως, ακόμα κι αν γινόταν πλήρης κάθαρση του κρατικοδίαιτου και διαπλεκόμενου ελληνικού καπιταλισμού, η αειφόρος παραγωγική ανασυγκρότηση δείχνει απίθανο να θεμελιωθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία, όχι μόνο εξαιτίας των συνθηκών επιταχυνόμενης ύφεσης, αλλά και εξαιτίας του ότι η επιχειρηματικότητα που παγκόσμια προωθείται εργαλειοποιεί την περιβαλλοντική και κοινωνική λεηλασία. Ακόμα και η ήπια ανάπτυξη της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας μικρής κλίμακας είναι δέσμια της βαρύτατης οριζόντιας φορολόγησης της εργασίας και των εισοδημάτων, κατ' επιταγή των δανειστών, με τα όποια της έσοδα να καταλήγουν στο άπατο βαρέλι του χρέους. Για παράδειγμα, με τις περισσότερες από τις υπό θεσμοθέτηση “μεταρρυθμίσεις” για την αγροτική παραγωγή, όχι μόνο απομακρύνεται ο στόχος της διατροφικής αυτάρκειας, αλλά γίνονται ακόμα πιο συμφέρουσες για τους μεταπράτες οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων.
Σ' αυτές τις συνθήκες, η περίφημη έννοια της κυριαρχίας, με όποιο ιδεολογικό πρόσημο κι αν συνηθίζεται να συνοδεύεται, λαϊκή ή εθνική, είναι κενή περιεχομένου, καθώς, στην υπάρχουσα ευρωπαϊκή αλληλεξάρτηση, όλοι οι δρόμοι που περνούν μέσα από την κεντρική εξουσία καταλήγουν στους δανειστές και τις δικές τους επιλογές. Κυριαρχία σήμερα σημαίνει να είσαι σε θέση να σπας τις δομές που εγκλωβίζουν την κοινωνία στην αυτοκαταστροφή, σημαίνει πρωτίστως διατροφική και στη συνέχεια ενεργειακή κυριαρχία, κυριαρχία στα συλλογικά αγαθά με το βλέμμα στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό, το νόμισμα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μόνο εργαλείο για τη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής (αφού βεβαίως πρώτα τη βρούμε και τη συμφωνήσουμε). Ακόμα, όμως, και ο στόχος του απεγκλωβισμού από το ευρώ περνάει μέσα από τη νέα έννοια της κυριαρχίας.
Έτσι, η κοινωνική οικονομία είναι συγχρόνως μέσο, όχι μόνο για να ξεπεράσουμε το δίπολο κρατική-ιδιωτική οικονομία, δίνοντας χώρο στην κοινωνική πρωτοβουλία, αλλά και για να σώσουμε ό,τι σώζεται, επενδύοντας πρωτίστως στην επιβίωση. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ταυτόχρονη διέξοδος από την οικονομική, κοινωνική, αξιακή και περιβαλλοντική κρίση.
Κατά την άποψή μας, τρεις είναι οι βασικές προτεραιότητες για την επιβίωση που μπορούν να αποτελέσουν θεμέλιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και μπορούν να σωθούν από τους δανειστές, περνώντας από το κράτος ή τους ιδιώτες στην κοινωνία, μέσα από θεσμούς συλλογικής διαχείρισης: νερό, τροφή και ανανεώσιμη ενέργεια.
Πτυχές της οικονομίας, οι οποίες μπορούν να παράξουν ουσιαστικό πλούτο και συνεπακόλουθα βιώσιμη ευημερία, όπως ο ήπιος τουρισμός ή οι νέες τεχνολογίες, και επίσης μπορούν να οργανωθούν (και) στη βάση της κοινωνικής οικονομίας, βρίσκονται σε απόλυτη εξάρτηση από την εξυπηρέτηση αυτών των τριών βασικών αναγκών. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμος τουρισμός, χωρίς διασύνδεση με τα τοπικά αγροτικά προϊόντα. Η διασύνδεση αυτή προϋποθέτει τοπική διατροφική αυτάρκεια και εξυπηρετείται καλύτερα μέσα από την άμεση, συνεργατική δικτύωση ξενοδόχων, εστιατόρων και τοπικών παραγωγών, ενώ ενισχύεται από την ταυτόχρονη τοπική ενεργειακή αυτάρκεια της περιοχής που δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τις οποίες συνδιαχειρίζονται οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή οι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής.
Σε επόμενο άρθρο μας καταθέτουμε προτάσεις για θεσμικές αλλαγές που θα επιτρέψουν -συνεπώς θα ενθαρρύνουν- την εναλλακτική οργάνωση της οικονομίας στη βάση της κοινωνίας στους τρεις αυτούς τομείς. Οι περισσότερες δεν είναι καινοφανείς. Στηρίζονται σε πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί ή εφαρμόζονται. Προϋποθέτουν, όμως, συμμετοχή κι εγρήγορση των πολιτών, οι οποίοι, με αυτόν τον τρόπο, γίνονται θεματοφύλακες του μη εκφυλισμού τους στα χέρια επιτήδειων, όπως, δυστυχώς, έχουμε δει πολλές φορές να γίνεται στο παρελθόν.
Προϋποθέτουν, ταυτόχρονα, μια κεντρική εξουσία που, με διάθεση αυτοκριτικής, εκχωρεί στην κοινωνία κομμάτια της, απορρίπτοντας στην πράξη -και όχι μόνο στα λόγια- τόσο τη νοοτροπία της ανάθεσης και τη συνεπακόλουθη δημιουργία ή συντήρηση πελατειακών δικτύων, όσο και την αναπαραγωγή του μοντέλου “ανάπτυξης” που μας οδήγησε στα σημερινά αδιέξοδα. Αν όντως θέλουμε να απεμπλακούμε από τα μνημόνια, οφείλουμε στις επόμενες γενιές να επενδύσουμε εδώ και τώρα στη δημοκρατία, την ελευθερία, την αλληλεξάρτηση και την αλληλεγγύη, με τη γη, τον αέρα και το νερό θεμέλια ευημερίας και όχι αντικείμενα λεηλασίας.
Το παρόν κείμενο συνυπογράφουν οι:
Ελεάννα Ιωαννίδου, δικηγόρος, δημοτική σύμβουλος Θεσσαλονίκης
Τζέννυ Γκιουγκή, σύμβουλος κοινωνικής επιχειρηματικότητας, ακτιβίστρια της διατροφικής κυριαρχίας
Ανδρέας Βασιλείου, ιστορικός, μεταπτυχιακός φοιτητής πολιτικών επιστημών
Γειτονιές σε δράση, Οικολογία-Αλληλεγγύη-Πολιτισμός
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου