γράφει ο Γιώργος Νικολαίδης
Κακά τα ψέματα: σε ένα μικρό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή εντός του πολιτικοποιημένου κόσμου της αριστεράς, αναπόφευκτα τα σημερινά διλήμματα της ελληνικής κοινωνίας (π.χ. έξοδος ή όχι από την Ευρωζώνη και επιστροφή σε εθνικό νόμισμα) μοιάζουν να περιπλέκονται με προηγούμενες αντιθέσεις αναφορικά με την «πατριωτική» ή «διεθνιστική» κατεύθυνση της αριστεράς στη χώρα μας και διεθνώς. Έχει όμως νόημα σήμερα να σκέφτεται κανείς τα τρέχοντα διλήμματα με αυτούς τους όρους;
Από την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης και μετά (ίσως και λίγα χρόνια πριν) οι προσεκτικότεροι παρατήρησαν πως το διεθνές περιβάλλον έχει αλλάξει ραγδαία διαφοροποιώντας πολύ τα δεδομένα σε σχέση με τη δεκαετία του 1990 ή το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας μετά το 2000. Θα αναφέρουμε σταχυολογώντας: Οι αντιθέσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις οξύνονται πρωτόγνωρα. Οι ανερχόμενες οικονομίες (οι BRICS), παρά τις εσωτερικές τους αντιθέσεις, διεκδικούν ρόλο στη διεθνή πολιτική αμφισβητώντας και τη μονοκρατορία των ΗΠΑ. Πολύ δε περισσότερο σοβεί η αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, η οποία εκφράστηκε άμεσα σε διάφορα πεδία όπως π.χ. στην περίπτωση της Ουκρανίας (όπου η ωμή παρέμβαση των Αμερικανών φαίνεται να έσπρωξε την αντιπαράθεση με τη Ρωσία ανατρέποντας τις μεσοβέζικες συνδιαλλακτικές λύσεις που προετοίμαζαν οι Γερμανοί). Η δε Βρετανία μοιάζει να απομακρύνεται ως προς τις πολιτικές και οικονομικές της βλέψεις από το πεδίο της ΕΕ. Οι εθνικισμοί που αντιμετωπίζονταν παλαιότερα ως παρωχημένα κατάλοιπα μιας άλλης εποχής κατακλύζουν την Ευρώπη (και όχι μόνο). Και πάει λέγοντας.
Όσοι ζήσαμε τα χρόνια της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ και τη δεκαετία που ακολούθησε («το τέλος των ιδεολογιών», η μονοκρατορία των ΗΠΑ, οι φανφαρονικές υποσχέσεις τερματισμού των διεθνών ανταγωνισμών κ.ο.κ.) αντιλαμβανόμαστε ότι το πράγμα έχει αλλάξει πολύ. Ο κόσμος μας έχει αλλάξει, αρχίζει να γίνεται επικίνδυνος, και ο κίνδυνος αρχίζει να ζώνει και τον πυρήνα της γεωγραφικής Ευρώπης. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιστορικός ή ειδικός στις διεθνείς σχέσεις (και σίγουρα σε αυτό το κείμενο δεν επιχειρείται μια ενδελεχής ανάλυση). Όμως μερικά πράγματα είναι αντιληπτά από τον καθένα.
Είναι π.χ. αντιληπτό πως σε αυτό το σύστημα που λέγεται καπιταλισμός, από την ανάδυσή του και μετά, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς μια μακρά περίοδο ειρήνευσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Όπως έλεγαν και οι κλασικοί του μαρξισμού η ανισόμετρη ανάπτυξη οδηγεί τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις σε εκρηκτικά σημεία. Ιδιαίτερα δε όταν η όξυνσή τους συνδυάζεται (όπως συνήθως) με τις σε τακτά χρονικά διαστήματα εμφανιζόμενες περιόδους οικονομικής ύφεσης και κρίσης η μόνη διέξοδος που ο καπιταλισμός εφήρμοσε για να τις ξεπερνά υπήρξε ιστορικά ο πόλεμος: η μαζική καταστροφή κεφαλαίων και ανθρώπινης εργασίας ήταν το μόνο το οποίο τελικά διασφάλιζε την επανέναρξη της κερδοφορίας και την εγκαθίδρυση μιας εύθραυστης ειρήνης που έμελλε να ανατραπεί στην επόμενη οικονομική κρίση. Και οι περίοδοι αυτές της ειρήνης στον πυρήνα των αναπτυγμένων κρατών δεν διαρκούσαν παρά λίγες δεκαετίες: από τους αποικιακούς και γεωγραφικούς πολέμους του 19ου αιώνα ως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και από αυτόν ως το Β΄ Παγκόσμιο δεν μεσολάβησαν παρά δυο-τρεις το πολύ δεκαετίες.
Η μόνη περίοδος που η σταθερότητα κράτησε περισσότερο ήταν τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Φυσικά έπαιξε ρόλο σε αυτό και η ανακάλυψη της πυρηνικής τεχνολογίας που καθιστά πλέον τον πόλεμο και αυτοκαταστροφική λύση εκτός από ετεροκαταστροφική. Σίγουρα όμως στην ειρήνη των χρόνων από το 1945 ως το 1989 έπαιξε ρόλο και η συγκρότηση του ανατολικού μπλοκ: ακόμα κι αν κάποιος όπως ο γράφων δεν υπήρξε ποτέ υποστηρικτής και θιασώτης του συστήματος αυτού δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει πως η δημιουργία ενός αντιπάλου «δέους» συγκροτούσε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης στις αναμεταξύ τους αντιθέσεις απέναντι στον κοινό εχθρό. Η δε επίλυση των όποιων διαφορών με ένοπλα μέσα μετατέθηκε στον Τρίτο Κόσμο, στις χώρες όπου οι μεγάλες δυνάμεις, της Σοβιετίας συμπεριλαμβανόμενης, ενέπλεκαν τη δική τους λυσσαλέα διαπάλη για διεύρυνση των σφαιρών επιρροής τους με τις όποιες ντόπιες αντιθέσεις και έριδες. Αλλά στο «κέντρο» ειρήνη.
Από το 1990 και μετά λοιπόν, αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις των ιεροκηρύκων του καπιταλισμού, ο κόσμος έγινε πιο ασταθής, πιο αβέβαιος καθώς τα σημεία ισορροπίας αλλά και το αντίπαλο «δέος» χάθηκαν. Και μετά τη βραχεία περίοδο αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας των νικητών του Ψυχρού Πολέμου, των ΗΠΑ, ο κόσμος αίφνης άρχισε και πάλι να σπαράζεται από ανταγωνισμούς, που τουλάχιστον στην περιφέρεια παίρνουν και τη μορφή των πολεμικών συρράξεων. Φυσικά η απειλή του πυρηνικού ολέθρου εξακολουθεί να θέτει νοητικούς φραγμούς στο πού μπορεί να φτάσουν οι αντιθέσεις ανάμεσα στους ισχυρούς του κόσμου. Αλλά η ανθρώπινη επινοητικότητα ξεπερνά κάθε φραγμό.
Ήδη μια δεκαετία μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ένα νέο «μοντέλο» λανσαρίστηκε στην αγορά: η διάλυση χωρών. Δηλαδή, μια σειρά από χώρες που πριν ήταν συγκροτημένα κράτη μέσα από την άμεση ή έμμεση πολεμική επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων αποδιαρθρώνονταν, διαλύονταν, δίνοντας τη θέση τους σε άμορφες κοινωνικοπολιτικά γεωγραφικές περιοχές σποραδικού ελέγχου εδώ κι εκεί από ένοπλες δυνάμεις διαφόρων μορφών.
Κόσοβο, Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Ουκρανία, Υεμένη: αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα κρατών που υπήρξαν κάποτε σχετικώς πρόσφατα αλλά σήμερα βρίσκονται σε μια κατάσταση που το να τα αποκαλεί κανείς κράτη μοιάζει πολύ αμφισβητήσιμο. Και εύλογα μάλλον η πλειονότητα των τέως κρατών αυτών είχαν υπάρξει προηγουμένως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πεδία έντονου ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων για την προσάρτησή τους στις σφαίρες επιρροής τους. Και πολλά από τα τέως κράτη αυτά βρίσκονται στη γειτονιά μας. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, πολύ δε περισσότερο από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και μετά, οι πολεμικές επεμβάσεις που έχουν αποτέλεσμα τη ρευστοποίηση κρατών μάλλον πληθαίνουν και οξύνονται.
Δεν είναι καθόλου σίγουρο λοιπόν ότι η τυπική ειρήνη στο κέντρο του αναπτυγμένου καπιταλισμού θα παραμείνει δεδομένη.Τουλάχιστον όχι για όλα τα κράτη. Και από ό,τι φαίνεται τα πιο αδύναμα, όσα «παίζονται» για το στρατόπεδο στο οποίο ανήκουν, μοιάζουν τα πλέον ευάλωτα σε τούτη τη δαιμονική στρατηγική καταστροφής κεφαλαίου και εργασίας με τις λιγότερες δυνατές απώλειες για τις κοινωνίες των ισχυρών.
Πόσο μάλλον που στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα οι αντιθέσεις ανάμεσα στους ισχυρούς του κόσμου αναμένεται να οξυνθούν περαιτέρω ζητώντας περισσότερο «αίμα»: οι ΗΠΑ πιέζουν ασφυκτικά την ΕΕ για ακόμα μεγαλύτερες παραχωρήσεις μέσω της Διατλαντικής Συμφωνίας, η Ευρωζώνη γίνεται πρακτικά η σφαίρα επιρροής του γερμανικού κεφαλαίου, ο σινορωσικός άξονας συγκροτείται σε αντιπαράθεση με τους δυο προηγούμενους πόλους και ο δημόσιος λόγος αρχίζει και πάλι να κυριαρχείται από ξενοφοβικά, εθνικιστικά και ρατσιστικά στοιχεία που πατάνε στην εξαθλίωση την οποία επιφυλάσσει στους λαούς ο αδιάκοπος και ανελέητος οικονομικός ανταγωνισμός την περίοδο της διεθνοποίησης.
Με αυτή την έννοια γίνεται περισσότερο από ποτέ άλλοτε τις τελευταίες δεκαετίες ορατός ο κίνδυνος κάθε χώρα να καταστεί πεδίο επίλυσης των αντιθέσεων των κυρίαρχων δυνάμεων του πλανήτη. Ωστόσο αυτές είναι αντιθέσεις που δεν αφορούν καθόλου την πλατιά εργαζόμενη πλειοψηφία. Αυτοί οι πόλεμοι προφανώς δεν είναι δικοί μας. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν η αποδέσμευση από όλους αυτούς τους μηχανισμούς ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και επιβολής γίνεται ταυτόχρονα πατριωτικό και διεθνιστικό καθήκον, αν θέλουμε και η κοινωνία μας να προστατευτεί από ενδεχόμενα δεινά και να μείνει μακριά από συγκρούσεις που δεν την αφορούν.
Είναι μάλιστα ενδεχόμενο για μια κοινωνία οι πραγματικά διαθέσιμες επιλογές σε αυτή την ασταθή περίοδο να παρουσιαστούν υπό τη μορφή διλημμάτων όπως π.χ. περιορισμός των γενικώς διαθέσιμων πόρων, σχετικά πιο φτωχικός βίος αλλά κράτημα αποστάσεων από τις σφαίρες επιρροής των μεγάλων και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, από τη μια, ή πρόσκαιρη σχετική οικονομική τόνωση αλλά έκθεση σε κινδύνους μετατροπής σε θέατρο επιχειρήσεων, από την άλλη. Σε κάθε περίπτωση και από όποιο πρίσμα και να το εξετάσει κανείς, «πατριωτικό» ή «διεθνιστικό», η επιλογή για το λαό και την κοινωνία δεν μπορεί παρά να είναι η πρώτη. Και ειλικρινά δύσκολα θα την χαρακτήριζε κανείς μονοδιάστατα «πατριωτική» ή «διεθνιστική». Και δεν φαίνεται σήμερα καθόλου απίθανο ή μακρινό το να πρέπει να επιλέξουμε ως κοινωνία ανάμεσα στα δυο ενδεχόμενα ενός παρόμοιου διλήμματος. Κάτι τέτοιο μοιάζει πολύ πιθανότερο από τα κραυγαλέα απίθανα διλήμματα του τύπου «Ευρώπη ή δραχμή», «παραμονή στο κλαμπ των ισχυρών (που έλεγε και ο Σημίτης) ή καταστροφή» που προσπαθούν να μας πουλήσουν οι ηγεσίες των μνημονιακών κομμάτων, του κόμματος του Τσίπρα εσχάτως συμπεριλαμβανομένου.
Γι’ αυτούς τους λόγους η απομάκρυνση της Ελλάδας από κάθε μηχανισμό ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και επιβολής, από κάθε σφαίρα επιρροής όπως η ζώνη του ευρώ, είναι (εκτός των άλλων) επιβεβλημένη για την προστασία των λαϊκών στρωμάτων από την έκθεση που φέρνει στον σύγχρονο κόσμο η πρόσδεση στο άρμα της μιας ή της άλλης υπερδύναμης. Γιατί ως γνωστόν, όταν χορεύουν οι ελέφαντες, τα μυρμήγκια ποδοπατούνται. Και αυτά θα πρέπει όλοι να τα αναλογιστούμε αφού ξανασκεφτούμε τις προηγούμενες γενικές μας ιδεολογικοπολιτικές αναφορές με τρόπο ώστε να τις καταστήσουμε δημιουργικό εργαλείο ερμηνείας και παρέμβασης στη σύγχρονη μοναδική ιστορικά πραγματικότητα και όχι αγκύλωση, μονομανία, εμμονή που μας εμποδίζουν να δούμε εκείνο που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου