Αναζητώντας την Πολιτική υπό το πέλμα ενός παράδοξου «ρεαλισμού»
Από την έναρξη της επίπονης διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – Αν.Ελ., την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, το απρόσμενο για πολλούς αποτέλεσμα του 61,3% «Όχι», και μέχρι την επώδυνη ουσιαστικά συμφωνία (3ο μνημόνιο) για την νέα δανειακή σύμβαση, έγιναν με τραυματικό τρόπο κατανοητές μερικές αλήθειες και πραγματικότητες, που μας προβληματίζουν ως πολίτες και μας χειραφετούν πολιτικά και συνειδησιακά, για το τι μας περιβάλλει σε ευρωπαϊκό και γενικότερο πολιτικό επίπεδο.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ 1η: Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ
Aφορά την υπόσταση της ίδιας της σημερινής Ευρωζώνης (όχι στη γενικότητά της), άλλα στην πραγματικότητά της ως απόρροια συσχετισμών, αντιλήψεων, λειτουργίας, πρακτικών των θεσμών, των οργάνων, των εκπροσώπων και των πολιτικών που προβληματίζουν βαθύτατα τους πολίτες, όχι μόνον της χώρας μας, αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Υπόσταση της Ε.Ε. και ειδικότερα της ευρωζώνης, όπου οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν τους ευρωπαϊκούς λαούς αποδεικνύεται ότι ακολουθούν συνειδητά χρηματοοικονομικές πολιτικές, με επίκεντρο την λιτότητα, πολιτικές που «ταιριάζουν» κυρίως σε μία περιορισμένη ομάδα κρατών με επίκεντρο την Γερμανία.
Στην Γερμανία την τελευταία δεκαπενταετία, το παραγωγικό μοντέλο της «επιβλήθηκε» σταδιακά στην κοινωνία από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα -μέσα από εργασιακές, συνταξιοδοτικές, ασφαλιστικές υποχωρήσεις σε ανύποπτο χρόνο- προκειμένου να πετύχει παραγωγικούς και εξαγωγικούς στόχους προϊόντων τεχνολογικής ποιότητας, με αντάλλαγμα την δημιουργία θέσεων εργασίας, παράλληλα με την προσπάθεια αναγνώρισής της (σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης) ως δόκιμο μοντέλο σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής. Το παραγωγικό της μοντέλο διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες -κυρίως του νότου- και φιλοδοξεί να συνεχίζει να παίζει κυρίαρχο ρόλο στα τεκταινόμενα της Ε.Ε. επιδιώκοντας να επιβάλει (και μέσα από δικές της αντιθέσεις) κατά το δυνατόν δικούς της όρους στο ευρωπαϊκό οικονομικό γίγνεσθαι.
Ας μη λησμονούμε ότι οι πολιτικές αυτές κατά βάση είναι τραπεζοκεντρικές και οικονομοκεντρικές και σίγουρα μη οραματικές, μη κοινωνιοκεντρικές και απολύτως στοχευμένες σε χρηματοπιστωτικούς στόχους, που η συνθετότητά τους (όχι τυχαία) δεν επιτρέπει την εύκολη κατανόηση από την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών (αλλά και ικανής μερίδας πολιτικών) των ταξικών στοχεύσεων που υπηρετούν. Παράλληλα ας μην υποτιμούμε κοινωνιολογικά τον παράγοντα της ίδιας της γερμανικής αντίληψης της πολιτικής, απόρροια και της ιδιότυπης αντίληψης περί του κράτους αλλά και εκείνης της προτεσταντικής αντίληψης της ζωής.
Η μεγάλη αλήθεια όμως που αφορά την αφετηρία της οικονομικής ανάκαμψης της Γερμανίας, μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο ήταν η πολιτική βούληση των υπολοίπων κρατών να δεχθούν -όπως εύστοχα επεσήμανε ο πρωθυπουργός στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο- να υποβοηθήσουν την ανάκαμψή της μέσα από την συνθήκη του Λονδίνου του 1953 που ελάφρυνε (μεταξύ άλλων χαριστικών πράξεων) το χρέος της κατά 66%.
Η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους της Γερμανίας το 1953 και η ελάφρυνση των όρων αποπληρωμής του υπολοίπου αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο για το λεγόμενο “γερμανικό θαύμα” μετά το 1950. Η Ελλάδα ήταν μία από τις πιστώτριες χώρες που συνυπέγραψαν τη Συμφωνία. Η σημερινή όμως ηγεσία της Γερμανίας όχι μόνο αγνοεί τα διδάγματα της Συμφωνίας του 1953, αλλά επιδεικνύει μοναδική αδιαλλαξία έναντι της Ελλάδας και των άλλων υπερχρεωμένων χωρών. (βλ.Φραγκακάκη Μαρία, Η συμφωνία του 1953 για το χρέος της Γερμανίας: Ένα επίκαιρο ιστορικό προηγούμενο, Η Αυγή, Δευτέρα, 10.8.2015 )
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ 2η: Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΜΗ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΩΝ ΚΑΙ Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ GREXIT
Ζούμε σε εποχές όπου σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών τίποτε δεν είναι αυτονόητα ίδιο όπως το θεωρούσαμε. Οι οραματιστές, που στο χθες δώσανε ταυτότητα και πλαίσιο στη Ευρώπη, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό παρελθόν, από τους σημερινούς πολιτικούς εκφραστές της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Παράλληλα παρουσιάζεται το φαινόμενο των κρατών παθητικών δορυφόρων της Γερμανίας που επιδιώκει άτυπα πλην όμως ουσιαστικά να κυριαρχήσει επί της υπόλοιπης Ευρώπης.
Ήταν ήδη από την εποχή του 1ου και 2ου μνημονίου γνωστό, ότι η κυριαρχούσα σκέψη των ευρωπαίων εταίρων σε επιτελικό επίπεδο ήταν και είναι υποταγμένη σε οικονομοτεχνικές παραδοχές και προαποφασισμένους οικονομικούς στόχους που -παρά την αποτυχία των μέχρι τώρα προγραμμάτων- συνεχίζουν να αποτελούν τον πυρήνα της αιτούμενης οικονομικής πολιτικής για την Ελλάδα.
Οι στόχοι αυτοί αποτελούσαν απόρροια της λεγόμενης νεοφιλελεύθερης αντίληψης της οικονομίας, και μάλιστα με πτυχές ακραίας αντίληψης στόχων όπου οι κοινωνίες υποτάσσονται άνευ όρων στους οικονομικούς δείκτες. Το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι μέχρι και πρόσφατα -πριν την συμφωνία- οι κυριαρχούσες πολιτικές δυνάμεις των δανειστών (που σε επίπεδο ευρωκοινοβουλίου εκφράζονται στο λαϊκό κόμμα, τους φιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες) χαρακτηριζόταν από μία απόλυτη σύμπλευση με ηγεμονεύουσα δύναμη το λαϊκό κόμμα της Γερμανίας.
Aφορά τις πολιτικές στοχεύσεις ακραίων συντηρητικών κύκλων που έχουν κυρίαρχο ρόλο στα τεκταινόμενα της Ευρωζώνης και της ΕΕ, συνδεδεμένων με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, στοχεύσεις που σοκάρουν πρώτιστα τους σκεπτόμενους πολίτες, οι οποίοι παρακολούθησαν τον κυνισμό που ενυπήρχε στην έκβαση των διαπραγματεύσεων της χώρας μας, όπου ο ιδεολογικός και ταυτόχρονα οικονομικός εκφραστής του Grexit και της Γερμανικής επικυριαρχίας συμπυκνώνεται στο πρόσωπο του Γερμανού υπουργού οικονομικών κ. Σόιμπλε και επιβεβαιώνει το χάσμα που υπάρχει μέσα στο ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ως προς τις διαφορετικές επιδιώξεις και στοχεύσεις οικονομικών κύκλων της ευρωζώνης.
Το θέμα αυτό αφορά και σχετίζεται με την δυναμική συνύπαρξη αφενός της πραγματικής οικονομίας και αφετέρου μιας αμοραλιστικής χρηματοπιστωτικής αγοράς, που η πρώτη σε, Γερμανικό επίπεδο, φαίνεται να έχει, κατά κύριο λόγο, εκφραστή την καγκελάριο Μέρκελ, ενώ η δεύτερη, κατά κύριο λόγο, τον Υπουργό Οικονομικών κ.Σόϊμπλε.
Αφορά και την επιβεβαίωση, για μία ακόμη μία φορά, του καθοριστικού ρόλου μεγάλων δημοσιογραφικών συγκροτημάτων – ΜΜΕ στον επηρεασμό της ευρωπαϊκής και ελληνικής κοινής γνώμης, (προφανώς ως φερέφωνα οικονομικών και όχι μόνο συμφερόντων) μέσα από κατευθυνόμενα δημοσιεύματα που δεν δίστασαν να παραχαράξουν το περιεχόμενο του Ελληνικού δημοψηφίσματος, να εκβιάσουν το διακύβευμα (έξοδος από την Ε.Ε.), να επιδιώξουν την ανατροπή της κυβέρνησης και να απαξιώσουν πολιτικά πρόσωπα- πρωταγωνιστές της κυβέρνησης. Ρόλος προφανώς κατά παραγγελία οικονομικών και πολιτικών κύκλων που δεν δέχονται να παραδεχθούν την κυβερνητική παρουσία αριστερής κυβέρνησης στον Ελληνικό και Ευρωπαϊκό χώρο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε ο συντονισμός, παραμονές του δημοψηφίσματος, των δημοσιευμάτων ταύτισης του «όχι» σε άμεση έξοδο από το ευρώ, στοχεύοντας στον επηρεασμό της πλειοψηφίας των πολιτών –που δεν επιθυμούσαν αλλαγή νομίσματος- στο να εκβιασθούν και να ψηφίσουν «ναι» στην προταθείσα -εν είδη τελεσιγράφου- συμφωνία των δανειστών και εταίρων μας στην ΕΕ.
Σημειώνεται ότι η τακτική αυτή οδήγησε τελικά στο να φορτισθεί αρνητικά η έννοια του εταίρου» και να ταυτισθεί συχνά με την έννοια του «εκβιαστή», πράγμα δυσάρεστο για το περιεχόμενο και το νόημα της αποκαλούμενης «Ευρωπαϊκής Οικογένειας». Αξίζει να τονισθεί το γεγονός ότι, παρόλη την γενική αυτή πολιτική κατεύθυνση από πλευράς των δανειστών, και των ισχυρών ΜΜΕ, οι κινητοποιήσεις του κόσμου μαζί με την υποστήριξη σημαντικού αριθμού διανοουμένων και επιφανών οικονομολόγων δημιούργησε ένα ουσιαστικό αντίβαρο.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ 3η : ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΕΡΟΛΗΨΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
Η διαπίστωση αυτή αφορά τη νέα κυβέρνηση με κορμό τον Σύριζα, που ξεχώρισε σε όλο αυτό το 6μηνο διάστημα της σκληρής διαπραγμάτευσης, για την επιμονή στην ανάδειξη των πολιτικών χαρακτηριστικών και παραμέτρων του θέματος, και όχι μόνον των αμιγώς τεχνοκρατικών κατευθύνσεων που ως σίγουρη «συνταγή» είχε προταθεί από τους δανειστές με περιορισμένο χρονικό ορίζοντα.
Αφορά στην προσπάθεια κατάδειξης της ανάγκης αντιμετώπισης του χρέους και τα απαραίτητα οικονομικά μέτρα προκειμένου με ειδικές ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις να ενισχυθεί η οικονομική κατάσταση της χώρας για προοπτική ανάπτυξης και να μην επωμισθούν με άνισο τρόπο τα ασθενέστερα στρώματα νέα μέτρα συγκεκριμένου προσανατολισμού ανάπτυξης νεοφιλελεύθερου περιεχομένου.
Η νέα κυβέρνηση με κορμό τον Σύριζα, προσπάθησε να καταδείξει τις κοινωνικά μεροληπτικές υπέρ των εχόντων, προτάσεις των δανειστών, φωτίζοντας πολύπλευρα το θέμα με σύμμαχο την κατά κοινή ομολογία αποτυχημένη πολιτική λιτότητας.
Η κυβέρνηση, όπου από μία διαπραγμάτευση «ανοικτού τύπου», της οποίας ο π. Υπουργός Οικονομικών έπαιξε κεντρικό ρόλο κατάφερε με την εμπεριστατωμένη κατάδειξη της μεγάλης εικόνας του χρέους, των οικονομικών παραδοχών της επίλυσης των επιπτώσεων σε κοινωνικό επίπεδο να αναδείξει την διαφορετικότητα της προσέγγισης της κυβέρνησης καθιστώντας κατανοητές οικονομικές παραδοχές περισσότερο πολιτικές και λιγότερο τεχνοκρατικές. Με την έννοια αυτή η προσφορά του Υπουργού οικονομικών και όλης της ομάδας ήταν ιδιαίτερα σημαντική, αφού κατάφεραν και διεθνοποίησαν το ελληνικό πρόβλημα βάζοντάς το σε διαφορετικές βάσεις σύμφυτες με γενικότερα θέματα χρέους και πολιτικών για το χρέος που απασχολεί και άλλες χώρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο π. Υπουργός σε παγκόσμιο επίπεδο αντιμετωπίστηκε αντιμετωπίστηκε αφενός ως φορέας προβολής των ελληνικών θέσεων και αφετέρου δέχθηκε προσωπικές επιθέσεις γιατί τόλμησε να αρθρώσει έναν διαφορετικό από τον νεοφιλελεύθερο οικονομικό και πολιτικό λόγο, αμφισβητώντας το αλάθητο των θεσμών (τρόϊκας).
Αναμβίβολα στον τομέα της κατάδειξης των αδιεξόδων των πολιτικών της λιτότητας που το 1ο και 2ο μνημόνιο επέβαλαν σε συνδυασμό με το ύψος του χρέους, και τις συνέπειες σε επίπεδο κοινωνίας (ανεργία, οικογενειακά αδιέξοδα – αυτοκτονίες, μετανάστευση νέων, φτωχοποίηση, κλπ) συνέβαλε αισθητά η διαπραγματευτική ομάδα με τον π. Υπουργό Οικονομικών. Ο ίδιος με την ισχυρή προσωπικότητά του κατάφερε να αναδείξει σε ευρωπαϊκό και όχι μόνο επίπεδο την αναγκαιότητα χάραξης διαφορετικής μακροοικονομικής πολιτικής με ενσωμάτωση δυνατοτήτων αναπτυξιακών πτυχών Κεϋνσιανής και Νεοκεϋνσιανής έμπνευσης με έντονο πολιτικοοικονομικό προσανατολισμό προσεγγίζοντας το περιεχόμενο των προβληματισμών μεγάλων οικονομολόγων (prix Nobel) όπως ο Κρούγμαν και ο Στίγκλιτσ. Η σκέψη του π. Υπουργού ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτή από τους κυρίαρχους φανατικούς θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού της δυστυχούς και αδιέξοδης σύγχρονης Ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
Στο ίδιο περίπου πλαίσιο οι Επιτροπές της Βουλής για τις Γερμανικές Αποζημιώσεις, για την αλήθεια του Δημόσιου χρέους, πρωτοβουλία της Προέδρου της Βουλής συνέβαλαν και συμβάλουν στην γνωστοποίηση αλλά και σταδιακή ωρίμανση του θέματος σε διεθνές επίπεδο, αναδεικνύοντας εναλλακτικές προσεγγίσεις και πολιτικές που έθεταν και θέτουν εν αμφιβόλω την ανούσια επιλογή του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ 4η : ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ, ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ, Η ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΗ, ΟΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ
Οι ευρωπαίοι εταίροι, δηλαδή οι πολιτικοί εκπρόσωποι των λοιπών κρατών, και οι εκπρόσωποι θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. όχι μόνο ενοχλήθηκαν από την επιλογή του δημοψηφίσματος, αλλά και την θεώρησαν ως κίνηση αμφισβήτησης της διαδικασίας της διαπραγμάτευσης. Η κυβέρνηση διαμήνυε το πολιτικά αυτονόητο, ότι δηλαδή η πρόταση των δανειστών -υπό μορφή τελεσιγράφου- ξεπερνούσε τα όρια εκείνα που είχε θέσει προεκλογικά η ίδια στον κυρίαρχο Ελληνικό λαό, και κατά συνέπεια δεν είχε την δικαιοδοσία να προσυπογράψει περιεχόμενο που -πέρα των άλλων- δεν είχε μακροπρόθεσμο ορίζοντα βιωσιμότητας και δεν αντιμετώπιζε στοιχειωδώς το χρέος. Είχε άλλωστε υποσχεθεί στον Ελληνικό λαό ότι τα προεκλογικά υπεσχημένα θα τηρούνταν μετεκλογικά προκειμένου να παύσει το είδος αυτό της προεκλογικής και μετεκλογικής ανακολουθίας.
Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών, ως μη όφειλαν, αντί να σεβαστούν την πολιτική αυτή υπέρτατη δημοκρατική διαδικασία, και ενδεχομένως απλά να τονίσουν κατ αυτούς το θετικό περιεχόμενο της πρότασης τους, προέβησαν σε δύο αμετροεπείς πράξεις:
α. Παραχάραξαν το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος μετατρέποντάς το αυθαίρετα σε «ναι» ή «όχι» στο ευρώ και την Ευρώπη και
β. ταυτόχρονα δήλωσαν ότι η θεσμική αυτή πράξη του δημοψηφίσματος αποτελεί διακοπή της διαπραγμάτευσης.
Ήταν πλέον εμφανές ότι για το συντηρητικό Ευρωπαϊκό κατεστημένο οι λαοί δεν θα έπρεπε να εμπλακούν στο παιχνίδι των συμφερόντων μέσω ενός κατ εξοχήν δημοκρατικού θεσμού όπως το δημοψήφισμα.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η μη αποδοχή δηλαδή από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα της ολιγοήμερης παράτασης χρηματοδότησης, το κλείσιμο των Τραπεζών, ο έλεγχος αναλήψεων, οι ουρές στα ΑΤΜ, οι δηλώσεις αξιωματούχων, πολιτικών, δημιουργία κλίματος από τα ΜΜΕ, τους δημοσιογράφους κλπ. Με απλά λόγια ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που κάθε βήμα του υπηρετούσε ένα καθαρά πολιτικό στόχο εκείνο της ανατροπής της μοναδικής κυβέρνησης της αριστεράς στην Ευρώπη, προκειμένου να σταλεί μήνυμα σε όλους τους λαούς της Ε.Ε. και να επιβληθεί η επιδιωκόμενη υποταγή στην βούληση και τις επιλογές του χρηματοπιστωτικού κατεστημένου και των ομίλων κεφαλαίων.
Εκτιμάται ότι αν υπήρχε ένα ειδικό ανώτατο δικαστήριο ευρωπαϊκών θεσμών, θα είχε ήδη παρέμβει για τον λόγο ότι αυτή η αυθαίρετη πράξη παραχαράσσει μία πολιτική – δημοκρατική ουσία ενός κυρίαρχου ευρωπαϊκού κράτους, αλλοιώνοντας μία ουσιαστική πτυχή της δημοκρατίας δηλαδή το περιεχόμενο ενός δημοψηφίσματος.
Το ίδιο «λάθος» ή «συνειδητή επιλογή» -για τους δικούς τους μικροπολιτικούς λόγους- έπραξαν πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης στη χώρα μας και παραχάραξαν το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος προκειμένου -ποντάροντας στο εκβιασμό του εκλογικού σώματος- να επιτύχουν το «ναι» στη Ευρώπη, λες και η κυβέρνηση έλεγε «όχι», και το «ναι» στο ευρώ λες και η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να θέσει σε δημοψήφισμα την συμμετοχή στην ευρωζώνη! Είναι ερμηνεύσιμη η προσπάθεια των κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρωζώνης που πρόσκεινται κυρίως σε συντηρητικά κόμματα, να μη θέλουν να διατηρηθεί η αριστερά στην κυβέρνηση της Ελλάδας.
Αυτό φάνηκε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο και την ημέρα της συζήτησης στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, συζήτηση διαφωτιστική όπου η οραματική τοποθέτηση του πρωθυπουργού απέναντι στους εκπροσώπους όλων των κομμάτων στην ευρωβουλή, κατέδειξε το ηθικό πλεονέκτημα της Ελληνικής κυβέρνησης απέναντι σε απόψεις μονεταριστικές , νεοφιλελεύθερες και ακραία συντηρητικές.
Δεν είναι ίσως το ίδιο κατανοητό πως, ένα τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ (για λόγους ιδεολογικούς ή πολιτικούς ) ενώ γνώριζε καλώς ότι η κυβέρνηση προώθησε το δημοψήφισμα και του έδωσε ένα ακριβές περιεχόμενο, -αντίστοιχο και στη λογική της διαπραγμάτευσης- (δεδομένου ότι είχε τεθεί υπό μορφή τελεσιγράφου η αποδοχή ή όχι του συγκεκριμένου κειμένου συμφωνίας), έδωσαν εκ των υστέρων στο «όχι» του δημοψηφίσματος και την διάσταση της ρήξης με το ευρώ και ευρωζώνη.
Έτσι -για τελείως διαφορετικούς λόγους- ένα τμήμα των οργανωμένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ διαφοροποίησαν και αυτοί εκ των υστέρων και για λόγους συνέπειας στα προεκλογικά υποστηριζόμενα το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος που η ίδια η κυβέρνηση έβαζε και εμμέσως πλην σαφώς ουσιαστικά «ταυτίστηκαν» -ως προς το διακύβευμα – με την αυθαίρετη αλλά σκόπιμη και στοχευμένη ερμηνεία συντηρητικών κύκλων της Ευρώπης για το τι σημαίνει «ναι» και τι «όχι» στο δημοψήφισμα, με την ταύτιση αυτή να διακρίνεται από μία διαφορετική βέβαια αφετηρία. Επί του προκειμένου , η αφετηρία των διαφωνούντων εστιάσθηκε στα θέματα της λαϊκής κυριαρχίας και της υποταγής της χώρας στην βούληση των δανειστών.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ 5η : ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΣΜΙΚΟ ΕΚΒΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ, ΣΤΟ 3ο ΜΝΗΜΟΝΙΟ.
Η απρόσμενη για πολλούς παράγοντες της ευρωζώνης εξέλιξη του δημοψηφίσματος, παρά την συντονισμένη (μέσα και έξω) μονομερή εκστρατεία υπέρ του «ναι» (με κάθε αθέμιτο μέσο) έφερε στην θέση της επιδιωκόμενης ανατροπής του Αλέξη Τσίπρα, την «ανατροπή» – παραίτηση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά!
Η σαφής αυτή πολιτική ήττα των Ευρωπαϊκών συντηρητικών κύκλων (και όχι μόνο) του δόγματος της λιτότητας, απέναντι σε μία νέου τύπου πολιτική απάντηση από ένα δοκιμαζόμενο ποικιλότροπα λαό της ευρωζώνης και της ΕΕ από τις αποτυχημένες συνταγές διεξόδου από την κρίση, έδωσε μία ελπίδα επικράτησης δημοκρατικών αρχών που επιβάλλεται να αποτελούν ουσιαστικό συστατικό των κρατών και της Ε.Ε.
Παράλληλα όμως αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητη από τις κυρίαρχες κατεστημένες δυνάμεις που ενυπάρχουν στην ευρωζώνη αλλά και στην ΕΕ γενικότερα. Εδώ, ο συσχετισμός δύναμης υπήρξε αρνητικός σε ό,τι αφορά τις Ελληνικές θέσεις και τις αριστερές επιλογές του Ελληνικού λαού.
Το επόμενο βήμα ήταν ο εκβιασμός της άμεσης εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, μέσα από ένα τελεσίγραφο άτακτης χρεοκοπίας από τις πιο ακραίες μορφές της χρηματοπιστωτικής πλευράς της ευρωζώνης εκφραζόμενες σε υψηλόβαθμο επίπεδο από τον υπουργό οικονομικών κ. Σόϊμπλε. Ουδέποτε βέβαια πραγματοποιήθηκε μια ενδελεχής και σαφής ενημέρωση του Ελληνικού λαού για το τι σημαίνει ακριβώς άτακτη χρεοκοπία. Αφέθηκε απλώς να πλανάται στη φαντασία των Ελλήνων η έννοια της καταστροφής και του Αρμαγεδώνος.
Η ωμή αυτή κατάδειξη των ακραίων επιδιώξεων και πρακτικών, κύκλων της ευρωζώνης, (αντικειμενικά υπονομευτικών έως και προσβλητικών απέναντι στη ελληνική κυβέρνηση και στο Ελληνικό λαό), δημιούργησε τους όρους συνειδητοποίησης από κυβερνήσεις και κόμματα σοσιαλδημοκρατικά, αλλά και μετριοπαθείς πολιτικούς, του ρήγματος που θα επέφερε αυτή η πρακτική στην ίδια την Ευρώπη ως προοπτική ενδυνάμωσης του γερμανοκεντρικού αυτού μοντέλου ιδιότυπης απόλυτης αυταρχικής επικυριαρχίας.
Ταυτόχρονα επέφερε και την παρέμβαση των ΗΠΑ που έβλεπαν να διακυβεύονται γεωστρατηγικά συμφέροντα μέσα από ένα εξαναγκασμό της ελληνικής κυβέρνησης να αναζητήσει -πιεζόμενη από ακραίες καταστάσεις- νέα μονοσήμαντα οικονομικά και πολιτικά στηρίγματα, παράλληλα με την μεταστροφή του εκδιωκόμενου Ελληνικού λαού σε αντιευρωπαϊκά αντανακλαστικά. Εξ άλλου θα πρέπει να τονισθεί ότι η αμερικανική αντίληψη της οικονομίας από την κυβέρνηση Ομπάμα, διαφοροποιείται χαρακτηριστικά απέναντι στο γερμανικό δόγμα της λιτότητας, ακόμη και των αντιλήψεων περί χρέους.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις της αριστεράς και των νέων κινημάτων ανάδειξης των αδιεξόδων των πολιτικών λιτότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης, είναι αντικειμενικά περιορισμένης πολιτικής ισχύος σε επίπεδο ευρωκοινοβουλίου, (που με τη σειρά του θεσμικά παίζει περιορισμένο ρόλο στις παρούσες συνθήκες σε θέματα ευρωζώνης) παρόλο που ο λόγος τους αναδεικνύει τα αδιέξοδα των εφαρμοζόμενων πολιτικών μεσομακροπρόθεσμα σε όλα τα κράτη της ευρωζώνης!
Η κυβέρνηση έπρεπε να αντιμετωπίσει την υπαρκτή αυτή τομή στη σχέση της με την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ένωση, είτε με άλμα στον ριζοσπαστισμό (πιστή σε διακηρυγμένες αρχές και πολιτικές άμεσες στοχεύσεις), είτε με την τακτική υποχώρηση σε βασικές αρχές της όπως μια συνεπής στάση αντιμνημονιακότητας θα επέβαλε.
Το μεγάλο ρίσκο που πρότεινε ο πρωθυπουργός στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και εκείνης των Αν.Ελ, ήταν η συνειδητή παραδοχή της υποχώρησης σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο της ισότιμης διαπραγμάτευσης και αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας και η αποδοχή της διατύπωσης ενός 3ετους προγράμματος (3ο μνημόνιο) με όρους συμβιβαστικούς και σε ορισμένες πτυχές του ετεροβαρείς κοινωνικά, απέναντι στους μη διαχειρίσιμους κατ αυτόν κινδύνους του άλματος στον ριζοσπαστισμό.
Το άλμα, δηλαδή, στον ριζοσπαστισμό το οποίο ήταν και είναι σίγουρο ότι κατά την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό, αλλά ίσως και κατά την πολύπαθη ελληνική κοινωνία των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, δεν θα ήταν διαχειρίσιμο, ούτε προβλέψιμες οι συνέπειες του κοινωνικού ρήγματος που η άτακτη χρεοκοπία θα επέφερε, λαμβάνοντας υπόψη και την χαιρέκακη συνδρομή για το χειρότερο από τις συντηρητικές και αντιαριστερές ευρωπαϊκές δυνάμεις και την ενδυνάμωση των ακραίων συντηρητικών και ακροδεξιών εθνικιστικών δυνάμεων από την άλλη.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ 6η: ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ, ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΔΙΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Ήταν ίσως πολιτικά αναμενόμενο, ένα τμήμα του πολυσυλλεκτικού ΣΥΡΙΖΑ να μην μπορεί να ανεχθεί με την ίδια επιείκια το μεγάλο διακύβευμα μιας ριζικής αλλαγής στρατηγικής πορείας της χώρας από τον ριζοσπαστισμό στον νεοφιλελευθερισμό (με απροσδιόριστες εσωτερικές αντιδράσεις και καταστάσεις) στο βωμό της προσήλωσης σε βασικές πολιτικές – κομματικές απόψεις υπαρκτές και αληθείς, όπως εξ ίσου αληθής είναι και η μηδέποτε αποφασισθείσα πολιτική θέση ΣΥΡΙΖΑ περί εξόδου από Ευρώ, ευρωζώνη και Ε.Ε.
Παράλληλα ας μην υποτιμούμε το γεγονός ότι -όπως ήδη από τον πρωθυπουργό ομολογήθηκε- το 80% του χρόνου έχει αφιερωθεί μέχρι τώρα στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης και όχι της κυβερνησιμότητας, πράγμα που θα επέτρεπε την υλοποίηση μέτρων κοινωνικής ανακούφισης που αντικειμενικά θα είχαν χαρακτηριστικά αριστερής αντίληψης ενός δικαιότερου κράτους.
Τα μέχρι τώρα δείγματα αριστερής πολιτικής, είναι υπαρκτά μεν, αλλά αντικειμενικά πολύ λίγα και κατ επέκταση η αναντιστοιχία στην υλοποίηση του προγράμματος Θεσσαλονίκης υπαρκτή και χαρακτηριστική. Μόνον η συναίσθηση της μεγάλης εικόνας που αφορά την αλλαγή πολιτικής στην Ε.Ε. και στην ίδια την χώρα μπορεί να μετριάσει και να κάνει αποδεκτή την πραγματικότητα του 3ου μνημονίου ως μία τακτική υποχώρηση της κυβέρνησης, μετά από μία ηθική και δημοκρατική νίκη (εκείνη του δημοψηφίσματος) και μία επιδιωκόμενη πολλαπλή σταδιακή αλλά σταθερή αποκοπή των αποστημάτων που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία (διαπλοκή, φοροκλοπή, φοροαποφυγή, ασυλία παράνομου πλουτισμού, ολοκλήρωση έργου επιτροπών Βουλής κλπ).
Αντικειμενικά είναι για αρκετούς θετικό το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και το σύνολο των βουλευτών των Αν.Ελ συνειδητοποίησαν την παραπάνω παραδοχή υπέρ της χώρας και στήριξαν την κυβερνητική απόφαση. Απόφαση όμως που χωρίς την στήριξη της αντιπολίτευσης, δεν θα μπορούσε να σταθεί. Απευθύνεται λοιπόν στους Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (που διαφοροποιήθηκαν στις σχετικές ψηφοφορίες) μία κριτική για ασφαλή στάση, που ενώ δεν αναλαμβάνει μέρος του βάρους της υποχώρησης εμφανίζεται ταυτόχρονα συνεπής στην αντιμνημονιακή επιλογή.
Η μέχρι τώρα παρουσίαση των θέσεων της αριστερής πλατφόρμας, (αντικειμενικά συνεπούς στην αντιμνημονιακή πολιτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ) ως εναλλακτική όμως στάση του τμήματος αυτού προτείνοντας την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, δεν φαίνεται να πείθει για την ολοκληρωμένη της υπόσταση, λόγω των πολλαπλών παραμέτρων που συνθέτουν το οικονομικό οικοδόμημα της χώρας με άμεσο αντίκρισμα στην ίδια την κοινωνία, αλλά και λόγω απόλυτα ελλειμματικής ενημέρωσης του λαού.
Αυτό δυσκολεύει την υιοθέτηση της δραχμής τουλάχιστον από εκείνο το τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ που αντιλαμβάνεται τις υποχρεώσεις απέναντι σε μία κοινωνία που περιμένει ανυπόμονα κυβερνητικά μέτρα ανατροπής και αποδόμησης του σαθρού υποβάθρου μιας χρόνιας παθογένειας όπως η διαπλοκή ΜΜΕ – εξουσίας, η αδιαφάνεια, η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, η φαυλότητα και η χρονίζουσα έρευνα των διαφόρων «λιστών» κλπ
Αναμφίβολα η πολυπλοκότητα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας -εξαρτημένης και απολύτως διασυνδεδεμένης με το χρηματοπιστωτικό σύστημα- και η εξάρτηση της μεγάλης πλειοψηφίας της παραγωγικής και εμπορικής οικονομίας της χώρας από το ευρώ, είναι υπαρκτές και μη εύκολα αναστρέψιμες.
Η ανάγνωση μίας «απελευθερωτικής» διάθεσης αποδέσμευσης από το ευρώ λόγω των καταναγκασμών που η ελληνική πλευρά δέχεται σε επίπεδο θυμικού και συναισθήματος είναι απολύτως κατανοητή, όπως από την άλλη είναι υπαρκτή -τουλάχιστον άμεσα και μεσοπρόθεσμα- η δύσκολη αποδοχή της προοπτικής της δραχμής.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές δυνάμεις που αντιστρατεύονται τον νεοφιλελευθερισμό δεν πρέπει να προσπαθούν να διευρύνουν τις πολιτικές εκείνες συμμαχίες προκειμένου να περιορίσουν κατά το δυνατόν τις επιπτώσεις από την μονεταριστική επικυριαρχία στο κοινωνικό σύνολο, με στόχο την ανατροπή τους. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονείται ότι όλη η εξέλιξη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του Ευρωπαϊκού συντηρητισμού θέτει ακανθώδη ζητήματα Δημοκρατίας και Συνταγματικής νομιμότητας.
Συνεχίζει όμως να είναι εξ ίσου ενδιαφέρουσα, και μη αναμενόμενη από πολλούς, η δημοσκοπική τουλάχιστον σαφής επιλογή του εκλογικού σώματος η οποία καταδεικνύει ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού (τουλάχιστον αυτή την περίοδο) κατανοεί, έστω και με επιφυλάξεις, την όλη στάση του πρωθυπουργού -που πήρε επάνω του το πολιτικό βάρος αυτής της κατ ανάγκη υποχώρησης- αλλά και την αποδοχή της προώθησης ενός τριετούς μνημονιακού προγράμματος -πλην όμως, όπως φαίνεται, διαχειρήσιμου.
Η μετατόπιση του προβλήματος της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, ως πρόβλημα πολιτικής προοπτικής εντός ή εκτός ευρώ, και η αποπληρωμή του χρέους, ως πρόβλημα συνδεδεμένο με την παραμονή στην ευρωζώνη, θέτει το σύνολο του πολιτικού συστήματος μπροστά σε συγκεκριμένα διλλήματα. Στα διλήμματα αυτά υπάρχουν δυνάμεις που εξ ορισμού αποδέχονται -όπως έπρατταν πάντα- τις κατευθύνσεις των δανειστών μέσω της τρόικας, (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι) και δυνάμεις που αρνούνται την ίδια την ΕΕ ως παρόν και μέλλον της χώρας (ΚΚΕ και Χ.Α.). Είναι απολύτως ευνόητο ότι για τις δυνάμεις αυτές η επιλογή είναι εύκολη πράγμα που δεν ισχύει για την ριζοσπαστική αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) που εξακολουθεί να βρίσκεται πολιτικά και ιδεολογικά μεταξύ σφύρας και άκμονος διακυβεύοντας πλέον την εσωτερική συνοχή της.
Έτσι για λόγους αρχών αλλά και διαμαρτυρίας για την απαράδεκτη εν πολλοίς στάση των θεσμικών παραγόντων της ΕΕ, απέναντι στην κυβέρνηση και την αντιμετώπιση με υπεροψία και αμοραλισμό ορισμένων υψηλόβαθμων παραγόντων της Ε.Ε. των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων των ελλήνων πολιτών και των πολιτικών αποφάσεών τους έρχεται να προστεθεί και ένα τμήμα του Σύριζα που περνά και στο ίδιο το εκλογικό σώμα αποδεικνύοντας την πολυπλοκότητα του προβλήματος, αλλά και το αδιέξοδο της εμμονής των Ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων σε κανόνες που επί χρόνια έστησαν με στόχο την επιβολή του νεοφιλελεύθερου δόγματος, επί της Πολιτικής δια της συρρίκνωσης της Δημοκρατίας.
Το έκτακτο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ που έχει αποφασισθεί με πρόταση του πρωθυπουργού και της αποδοχής του από την πλειοψηφία της Κ.Ε. θα θέσει επί τάπητος σε κάθε ένα σύνεδρο τα διλήμματα της εμμονής σε άμεση ρήξη, ή τον επώδυνο συμβιβασμό του 3ου μνημονίου με την παράλληλα τριετή προσπάθεια σχεδιασμού και υλοποίησης παράλληλων πολιτικών με κοινωνική μεροληψία υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων.
Όσο ο θεωρητικός κίνδυνος της μετατόπισης της πολιτικής φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ σε περισσότερο διαχειριστικές λογικές είναι υπαρκτός, άλλο τόσο ο κίνδυνος «εσωτερικής παράλυσης» της δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από την δημιουργία εσωτερικών μετώπων αντιπαράθεσης με απόλυτους ιδεολογικούς – κομματικούς όρους είναι εξ ίσου υπαρκτός και ορατός.
Αναμφίβολα σε υποκειμενικό επίπεδο είναι ευκολότερος ο δρόμος της ιδεολογικής καθαρότητας και των εξαγγελθέντων αρχών πολύ περισσότερο όταν κάποιοι με σχετική ευκολία μεταθέτουν ευθύνες στην διαχείριση της διαπραγμάτευσης στον πρωθυπουργό και στην διαπραγματευτική ομάδα.
Ταυτόχρονα όμως ο δρόμος αυτός αντικειμενικά είναι πλαισιωμένος με πολλαπλούς γνωστούς και άγνωστους παράγοντες που επηρεάζουν εμμέσως πλην σαφώς την χώρα συνολικά μέσα από την διεθνή σκακιέρα κρατικών πολιτικών υπερδυνάμεων, που δεν είναι διατεθειμένες να ρισκάρουν τα δικά τους συμφέροντα στην δομική κρίση της Ελλάδας με την ευρωζώνη και γενικότερα την Ε.Ε. ακόμη και τώρα που όπως φαίνεται κάτι σ αυτήν αλλάζει.
Τα διλήμματα είναι πολλά, αλλά το κυρίαρχο είναι η εμπιστοσύνη ή όχι σε μία αριστερή Κυβέρνηση να διαχειρισθεί με ψυχραιμία και ειλικρίνεια την νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα όπου καλείται να αξιοποιήσει και διευρύνει τα ρήγματα που δημιουργήθηκαν με δική της πρωτοβουλία και πολιτική στάση και μεταξύ των πολιτικών σχηματισμών αλλά και μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών. Γιατί στο σημείο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ ανέτρεψε ως φαίνεται τις μέχρι τώρα ισορροπίες και δημιούργησε ρήγματα ελπιδοφόρα για το Ευρωπαϊκό μέλλον και τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό που επί αιώνες στηρίχθηκε στις έννοιες της Δημοκρατίας, του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα σταθεί κριτικά πάνω σε αυτό το 6μηνο που καθρέπτισε ό,τι ήταν επιμελώς κριμένο -ως συστατικό της νεοφιλελεύθερης αντίληψης της πολιτικής- με πρωταγωνιστές αλλά και κομπάρσους όχι μόνο πολιτικούς αλλά και κράτη της Ε.Ε.
Η εναλλαγή της σαφούς πολιτικής υποχώρησης της κυβέρνησης, μετά από μία ηθική νίκη του δημοψηφίσματος στη συνείδηση των ευρωπαίων δημοκρατών, δίνει την δυνατότητα στην κυβέρνηση να ανιχνεύσει και να καταδείξει τα χαρακτηριστικά αυτά που συνθέτουν την ευρωπαϊκή πραγματικότητα ως αντικειμενικά μη συμβατά με τις καταστατικές αρχές και αξίες της. Ο παραμορφωτικός φακός της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, στερεί το οξυγόνο του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης στα κράτη μέλη και διαστρεβλώνει την ίδια την προοπτική της Ευρώπης.
Εκεί οι δυνάμεις εκείνες που επιζητούν την ανάπτυξη με επίκεντρο την κοινωνία των ανθρώπων (και τις αξίες που σταδιακά οικοδόμησαν οι πολυετείς αγώνες των ευρωπαίων πολιτών και εργαζομένων) και όχι την ωμότητα των αριθμών της νεοφιλελεύθερης αντίληψης που έχει εμποτίσει την πολιτική, καλούνται να βγουν δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο με ωριμότητα, υπευθυνότητα, σοβαρότητα καιαλληλεγγύη. Είναι η ώρα της ευθύνης για όλους.
Οι εξελίξεις βέβαια τρέχουν και η κατάληξη της διαπραγμάτευσης σε συμφωνία αλλά και οι αναμενόμενες εξελίξεις στο Ελληνικό και τα Ευρωπαϊκά Κοινοβούλια θα δώσουν τροφή σε νέες αναλύσεις και θα οξύνουν το κλίμα της διαμάχης μεταξύ μιας στείρας οικονομικής λογιστικής και μιας πολιτικής οικονομίας με επίκεντρο τις κοινωνίες και τους ανθρώπους.
(*) Ο Τάσσος Ν. Δίκας είναι αρχιτέκτονας και ο Γιώργος Θ. Χατζηκωνσταντίνου είναι σ. Καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου