γράφει η Νόρα Ράλλη
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πόλη μυθική, που γέννησε, κατά πώς λέν’, τη δημοκρατία και την τραγωδία, ήταν ένας αντισυστημικός, ψιλοτρελός, ψιλογραφικός, ψιλοαλαζονικός και ευφυέστατος τύπος που την έλεγε σε όλους και μάλιστα με τόση πειθώ, που δεν μπορούσαν τίποτε να του αντιτάξουν.
Οχι μόνο τον άκουγαν, γιατί αυτό σημαίνει δημοκρατία, όχι μόνο αποδέχονταν το δικαίωμά του να τους κριτικάρει, γιατί και αυτό σημαίνει δημοκρατία, αλλά τον θεωρούσαν και σπουδαίο φιλόσοφο και έστελναν τα παιδιά τους να μαθητεύσουν μαζί του.
Ο Διογένης, βέβαια, δεν ήταν απλός φιλόσοφος. Ηταν από αυτούς τους αντισυστημικούς, ψιλότρελους, ψιλογραφικούς, ψιλοαλαζονικούς και ευφυείς τύπους που ό,τι έλεγε το έκανε πράξη και έλεγε μόνο αυτά που μπορούσε να κάνει πράξη. Ηταν εκεί γύρω στο 380 π.Χ., όταν έφτασε στην Αθήνα, όχι μόνος, αλλά φέρων μια φήμη διόλου ευχάριστη.
Στη Σινώπη, σου λέει τώρα, όπου γεννήθηκε (στον Εύξεινο Πόντο είναι η πόλη αυτή, αρχαία πολύ, ακόμη υπάρχει, Τουρκική είναι), είχε έναν πατέρα τραπεζίτη και μαζί του παραχάραξε το νόμισμα και έβγαλε κίβδηλα λεφτά και ποιος είδε του μικροομολογιούχους της εποχής και δεν τους φοβήθηκε.
Φορτώθηκε, ο φέρων τη φήμη ταύτη, τους λιγοστούς χιτώνες του και ως διόλου υποφέρων ροβόλησε κατά τη μυθική εκείνη πόλη, που όλους τους ανέχεται, αρκεί... να έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Και είχε ο απίστευτος Διογένης. Κι έλεγε κι έλεγε και σταματημό δεν είχε.
Τι με τον Πλάτωνα τα έβαλε, τι κατάφερε να τον πουλήσουν σκλάβο και τελικά αυτός να γίνει αφέντης του αφέντη του (ο λόγος για τον Ξενιάδη, έναν πλούσιο Κορίνθιο), τι τα μέγα μεγαλεία του Μέγα του Αλέξανδρου δεν χαμπάριασε...
Κι όμως, αυτό που δεν κατάφεραν βασιλείς και βουλευτάδες, φιλόσοφοι περισπούδαστοι και μεγιστάνες πάμπλουτοι, το κατάφερε ένα μικρό παιδί: μια μέρα το είδε να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του και ταράχτηκε ο Κυνικός. Εβγαλε αίφνης από το σακούλι του το χιλιομπαλωμένο ο Διογένης το κύπελλο που έπινε νερό και το πέταξε στο χώμα, λέγοντας: «Παιδίον με νενίκηκεν ευτελεία», δηλαδή «ένα παιδί με ξεπέρασε σε απλότητα ζωής».
Η μεγαλοπρέπεια του κυνισμού του: όχι μόνο το παρατήρησε, αλλά το αναγνώρισε και το υιοθέτησε. Ποιο; Μα... το διαφορετικό. Αυτό που αποδέχτηκε, ως μέγας φιλόσοφος, πως δεν είχε μπορέσει να φτάσει ο νους του.
Συμβαίνουν κι αυτά, έστω και μια φορά στα χίλια χρόνια. Και πάλι καλά να λες.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου