Με τη στρατηγική της
υπερχρέωσης να προδιαγράφει τα όρια της κρατικής πολιτικής και των όποιων
ελιγμών εντός μνημονίου, με τη Βουλή να μετατρέπεται σε θυγατρική του Εurogroup
υπό τον εκβιασμό του τέλους της ρευστότητας, και με κάθε έκφραση της λαϊκής
κυριαρχίας –από τις εκλογές ως το πρόσφατο δημοψήφισμα– να εξουδετερώνεται στο
όνομα της εθνικής «έκτακτης ανάγκης», οι δημοκρατικές διαδικασίες σε ένα κόμμα
της Αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, φαντάζουν απολύτως τριτεύουσας σημασίας. Πολύ
περισσότερο που, ανεξαρτήτως προθέσεων, το ίδιο το κόμμα έχει προσχωρήσει de
facto, από τα χρόνια κιόλας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο δόγμα «οι
κυβερνήσεις είναι το παν, τα κόμματα δεν είναι (σχεδόν) τίποτα».
Θυμίζω: Στο ιδρυτικό
συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο του 2013, ο τρόπος εκλογής του προέδρου, του εν
αναμονή δηλαδή πρωθυπουργού, και ο περιορισμός της αντιπολίτευσης (των
«συνιστωσών»), απασχόλησαν δυσανάλογα περισσότερο από το μεταβατικό πρόγραμμα
ενός αριστερού κόμματος, «έτοιμου», όπως δήλωνε στην πολιτική του απόφαση, να
αντιμετωπίσει «τις ενδεχόμενες απειλές και τους εκβιασμούς των δανειστών».
Ενάμισι χρόνο αργότερα, στο Διαρκές Προγραμματικό Συνέδριο του περασμένου
Γενάρη, οι σύνεδροι κλήθηκαν απλώς να ακούσουν την ομιλία του επόμενου
πρωθυπουργού, εν μέσω γενικής δυσανεξίας για άλλες τοποθετήσεις. Από τη
συμφωνία δε της 20ης Φεβρουαρίου και μετά, το κόμμα απορροφήθηκε ουσιαστικά από
τη Βουλή και τα συλλογικά του όργανα περιορίστηκαν στο να δηλώνουν την
εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση. Ακόμα και μετά το «πραξικόπημα» της 12ης
Ιουλίου, η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε (συναινετικά...) να εγκρίνει ή
να απορρίψει τη μνημονιακή συμφωνία, μετατρέποντας την πολιτική σύγκρουση σε
διαδικαστικό ζήτημα (διαρκές ή έκτακτο συνέδριο). Κι είναι τέλος ενδεικτικό
ότι, ως την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν είναι καν γνωστό πότε (και
αν) θα γίνει το πολυαναμενόμενο Έκτακτο Συνέδριο: αυτό που κυρίως απασχολεί
μέχρι τώρα είναι ποιος θα επωμιστεί την ευθύνη της ενδεχόμενης διάσπασης και
ποιος είναι ο καταλληλότερος χρόνος γι' αυτήν.
Από αυτή τη σκοπιά,
η απαίτηση να οριστεί επιτέλους ημερομηνία του συνεδρίου είναι μετέωρη αν δεν
αναλαμβάνει την ευθύνη για τα κρίσιμα ερωτήματα αυτού του συνεδρίου: Υπάρχει
πράγματι αντιστροφή της κρίσης υπερσυσσώρευσης που να δίνει νόημα στους
κυβερνητικούς ισχυρισμούς για «την ανάπτυξη που έρχεται» - ή αντίθετα, ο κύκλος
που εγκαινιάζουν τα μνημόνια είναι «ανάπτυξη» με μισθούς και συντάξεις των 300
ευρώ; Μπορεί η κυβέρνηση να υποσχεθεί μια «ακόμα πιο σκληρή διαπραγμάτευση»
εντός Ευρωζώνης, με αποδεδειγμένη πια την ασυμβατότητα της Ε.Ε. με κάθε έννοια
λαϊκής κυριαρχίας – και με το ευρώ να καθίσταται περίπου συνώνυμο του
πολιτεύματος; Είναι αξιοποίηση ή εγκλωβισμός στις ενδοευρωπαϊκές αντιθέσεις η
στοίχιση με τους ευρωπαίους σοσιαλφιλελεύθερους Ρέντσι και Ολάντ – όταν το
αντίδοτο στη γερμανοκρατία (sic) που προτείνουν είναι μια πιο συγκεντρωτική και
αυταρχική Ευρωζώνη; Θα αναμετρηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με την ανάγκη ενός μεταβατικού
προγράμματος (με μονομερείς ενέργειες στη φορολογία, τα εργασιακά και το
τραπεζικό σύστημα)1, για να διατηρήσει τους δεσμούς με το 62% του ιστορικού
δημοψηφίσματος – ή θα αποδεχτεί ως πρόγραμμά του το μνημόνιο, αφήνοντας μέρος
των εκπροσωπήσεών του βορά στη λαϊκιστική Ακροδεξιά;
Τα διλήμματα αυτά
μπορεί να μην έχουν κοινές απαντήσεις – οι απαντήσεις ωστόσο επείγουν. Αν
ήμασταν σε «κανονικούς» καιρούς, ίσως και να υπήρχαν τρόποι να τα αποφύγουμε.
Σήμερα όμως δεν υπάρχουν.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου